ἔγκληρος

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγκληρος Medium diacritics: ἔγκληρος Low diacritics: έγκληρος Capitals: ΕΓΚΛΗΡΟΣ
Transliteration A: énklēros Transliteration B: enklēros Transliteration C: egkliros Beta Code: e)/gklhros

English (LSJ)

ον, A having a lot or share in... c. gen., οὔθ' ὑμεναίων ἔ. S. Ant.814 (lyr.); λαχεῖν ἔγκληρά τινι to have an equal share with... ib.837 (lyr., dub.). 2 having a share of an inheritance, heir or heiress, E.IT682; ἔ. εὐνή a marriage which brings wealth, Id.Hipp. 1011; ἔ. πεδία land possessed as an inheritance, Id.HF468. 3 Astrol., occupying a κλῆρος, Serapioin Cat.Cod.Astr.8(4).225.

German (Pape)

[Seite 708] 1) ein Loos oder einen Antheil an Etwas habend; ὑμεναίων Soph. Ant. 808; ibd. 837 φθιμένῳ τοῖς ἰσοθέοις ἔγκληρα λαχεῖν μέγ' ἀκοῦσαι, Scholl. τῆς αὐτῆς μοίρας τυχεῖν τοῖς ἰσοθέοις, ruhmwürdig für den Gestorbenen ist es, das Loos, Erbtheil der Göttergleichen zu erlangen, vgl. 2); – wie ἐπίκληρος, im Besitz einer Erbschaft, Erbe, κασιγνήτη Eur. I. T. 682; übertr., εὐνή, reich, Hipp. 1011. – 2) durch das Loos od. die Erbschaft zufallend; πεδία Eur. Herc. etc. Fur. 468; πῖαρ χθονός Lycophr. 1060, Schol. τὸ κληρωθέν.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγκληρος: -ον, ἔχων κλῆρον ἢ μερίδιον εἴς τι· μετὰ γεν., οὔθ᾿ ὑμεναίων ἔγκλ. Σοφ. Ἀντ. 814· λαχεῖν ἔγκληρά τινι, «τῆς αὐτῆς μοίρας τυχεῖν, λαχεῖν ὅμοια» (Σχόλ.), αὐτόθι 837. 2) ἔχων μερίδιον εἴς τινα κληρονομίαν, κληρονόμος, = ἐπίκληρος, Εὐρ. Ι. Τ. 682· ἔγκληρος εὐνή, γάμος φέρων πλοῦτον, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1011· ἔγκλ. πεδία, χωράφια ἃ κέκτηταί τις ὡς κληρονομίαν, ὁ αὐτ. Ἡρακλ. Μαιν. 468.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui entre en possession d’un héritage;
2 p. ext. qui participe à, gén..
Étymologie: ἐν, κλῆρος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de cosas que toca en suerte c. dat., neutr. subst. ἰσοθέοις ἔγκληρα λαχεῖν haber obtenido la suerte que toca a los iguales a un dios S.Ant.837 (cód., pero v. σύγκληρος.
2 de pers. que ha obtenido su parte, partícipe c. gen. ὑμεναίων S.Ant.814
que tiene asignado un lote de tierra, colono ἑξήκοντα μυριάδες ἀνδρῶν ἔγκληροι Aristeas 116.
II rel. la herencia
1 de cosas heredado πεδία E.HF 468, cf. Lyc.1060.
2 de pers. que participa de una herencia, heredero κασιγνήτη E.IT 682, λαός LXX De.4.20, ἔγκληρον εὐνὴν προσλαβών tomando en matrimonio a la heredera E.Hipp.1011.
III astrol. que ocupa un κλῆρος o grado del zodíaco, Serapio en Cat.Cod.Astr.8(4).225.11.

Greek Monolingual

ἔγκληρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι, μέτοχος
2. κληρονόμος («ἔγκληρον ὡς δὴ σὴν κασιγνήτην γαμῶν», Ευρ. Ιφ. εν Ταύρ.)
3. πλούσιος
4. αυτός που βρίσκεται στην κυριότητα κάποιου από κληρονομιά («ἔγκληρα πεδία τἀμὰ γῆς κεκτημένος», Ευρ. Ηρ.).

Greek Monotonic

ἔγκληρος: -ον, 1. αυτός που έχει κλήρο, μερίδιο σε κάποιο πράγμα, με γεν., σε Σοφ.· λαχεῖν ἔγκληρά τινι, να έχεις ίσο μερίδιο με τον άλλο, στον ίδ.
2. έχω μερίδιο από κληρονομιά, ο κληρονόμος, η κληρονόμος, σε Ευρ.
3. ἔγκληρος εὐνή, γάμος που επιφέρει πλούτο, στον ίδ.· ἔγκ. πεδία, γη - κτήματα που περιήλθαν στην κατοχή, στην ιδιοκτησία κάποιου ως κληρονομιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔγκληρος:
1) досл. имеющий долю, владеющий частью, перен. насладившийся, изведавший (ὑμεναίων Soph.);
2) являющийся наследником (ἔγκληρον κασιγνήτην τινὸς γαμεῖν Eur.);
3) доставшийся по наследству, унаследованный (πεδία Eur.): ἔγκληρά τινι λαχεῖν Soph. иметь равный с кем-л. удел.

Middle Liddell

ἔγ-κληρος, ον
1. having a lot or share in a thing, c. gen., Soph.; λαχεῖν ἔγκληρά τινι to have an equal share with another, Soph.
2. having a share of an inheritance, an heir, heiress, Eur.
3. ἔγκληρος εὐνή a marriage which brings wealth, Eur.; ἔγκ. πεδία land possessed as an inheritance, Eur.

English (Woodhouse)

heir

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)