προσυπακούω

From LSJ
Revision as of 14:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπᾰκούω Medium diacritics: προσυπακούω Low diacritics: προσυπακούω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΑΚΟΥΩ
Transliteration A: prosypakoúō Transliteration B: prosypakouō Transliteration C: prosypakoyo Beta Code: prosupakou/w

English (LSJ)

A listen to as well, τι Pl.Lg.898d. II Gramm., understand something not expressed, supply in thought, Gal.16.740, Alex.Aphr.in Sens. 105.13, Hierocl.in CA3p.423M.:—Pass., Phld.Po.5.10 (dub.), Ph. 1.443, Sch.Luc.Anach.17.

German (Pape)

[Seite 785] (s. ἀκούω), dazu vernehmen, verstehen, τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι, Plat. Legg. X, 898 d; in Gedanken hinzusetzen, subaudire, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπᾰκούω: ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς ἀκούω, ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - συχν. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ακούω κάτι επί πλέονκάλλιστα... ὑπήκουσας τοῖς λόγοις
τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.)
2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς εἰμί
σὸς γὰρ εἰμι δοῡλος», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. ανταποκρίνομαι σε κάποιον («θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῦν τι θαυμάσια», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ὑπακούω «ακούω με προσοχή, κατανοώ λέξη που υπονοείται, ανταποκρίνομαι»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-υπακούω bovendien luisteren naar.

Russian (Dvoretsky)

προσυπᾰκούω: сверх того понимать, иметь еще в виду: ὑπήκουσας τοῖς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι Plat. ты понял (мои) слова; имей же еще в виду следующее.