ταπεινοφροσύνη

Revision as of 14:18, 26 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, humility, Ep.Eph.4.2, al.; mean-spiritedness, J.BJ4.9.2, Arr.Epict.3.24.56.

German (Pape)

[Seite 1069] ἡ, das Wesen u. Betragen eines ταπεινόφρων, N. T. In B. A. 462 Erkl. von ἀτυφία.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότης φρονήματος, ταπείνωσις, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 2, κ. ἀλλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 52· ― οὕτω, - φρόνησις, εως, ἡ, Τερτυλλιαν. ΙΙ, 970.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
humilité.
Étymologie: ταπεινόφρων.

English (Strong)

from a compound of ταπεινός and the base of φρήν; humiliation of mind, i.e. modesty: humbleness of mind, humility (of mind, loneliness (of mind).

English (Thayer)

(ταπεινόφρων) ταπεινοφρον (ταπεινός and φρήν), humble-minded, i. e. having a modest opinion of oneself: φιλόφρονες. (pusillanimous, mean-spirited, μικρούς ἡ τύχῃ καί περιδηις ποιεῖ καί ταπεινόφρονας, Plutarch, de Alex. fort. 2,4; (de tranquill. animi 17. See Winer's Grammar, § 34,3and references under the word ταπεινοφροσύνη, at the end).)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ ταπεινόφρων, -ονος]
η ιδιότητα του ταπεινόφρονα, μετριοφροσύνη, σεμνότητα
αρχ.
κατάπτωση της διάθεσης, αθυμία.

Greek Monotonic

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ, ταπεινότητα φρονήματος, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

τᾰπεινοφροσύνη: ἡ смирение NT.

Middle Liddell

τᾰπεινοφροσύνη, ἡ,
lowliness, humility, NTest. [from τᾰπεινόφρων]

Chinese

原文音譯:tapeinofrosÚnh 他胚挪-弗羅需尼
詞類次數:名詞(8)
原文字根:卑微-意向 共同
字義溯源:心思謙卑,存心謙卑,謙卑態度,謙虛,謙遜,謙卑;由(ταπεινός)*=喪氣)與(φρήν)*=心思,隔膜)組成
出現次數:總共(7);徒(1);弗(1);腓(1);西(3);彼前(1)
譯字彙編
1) 謙卑(3) 徒20:19; 腓2:3; 彼前5:5;
2) 謙虛(3) 弗4:2; 西2:18; 西3:12;
3) 謙卑態度(1) 西2:23