ιππεύτρια

From LSJ
Revision as of 18:39, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=ιππέας, ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) ίππος<br /><b>1.</b> αυτ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ιππέας, ο, θηλ. ιππεύτρια (ΑΜ ἱππεύς, -έως, Α επικ. γεν. ἱππῆος) ίππος
1. αυτός που ανεβαίνει στο άλογο, έφιππος, καβαλάρης («κοὔτε τις ἄγγελος οὔτε τις ἱππεύς... ἀφικνεῑται», Αισχύλ.)
2. στρατιώτης που ανήκει στο σώμα του ιππικού ασκημένος στην ιππασία και στο να μάχεται έφιππος («οὔ πως ἔστιν καταβήμεναι οὐδὲ μάχεσθαι ἱππεῡσι», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. ο ηνίοχος άρματος ή ο πολεμιστής που μάχεται πάνω σε άρμα
2. αυτός που συμμετέχει σε αγώνες αρματοδρομίας
3. ιπποκόμος
4. είδος ευκίνητων καβουριών
5. ως κύριο όν. Ἱππεύς
ονομασία ενός κομήτη
6. μέτρο χωρητικότητας καρπών
7. κόσμημα για μικρά κορίτσια
8. στον πληθ. οἱ ἱππεῑς
α) οι πολίτες που αποτελούσαν κατά την αρχαιότητα σε πολλές πόλεις την αριστοκρατική τάξη
β) (στη Σπάρτη) αυτοί που αποτελούσαν τη σωματοφυλακή του βασιλιά
γ) (κατά τη νομοθεσία του Σόλωνος) οι πολίτες που ανήκαν στη δεύτερη τάξη πολιτών
δ) οι βαριά οπλισμένοι μαχητές, σε αντίθεση με τους ελαφρά οπλισμένους πεζούς και τοξότες
9) φρ. «τῆς πολιτείας ἱππεύς» — δημόσιος ταχυδρόμος.