ἀκρόνυχος

From LSJ
Revision as of 15:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρόνῠχος Medium diacritics: ἀκρόνυχος Low diacritics: ακρόνυχος Capitals: ΑΚΡΟΝΥΧΟΣ
Transliteration A: akrónychos Transliteration B: akronychos Transliteration C: akronychos Beta Code: a)kro/nuxos

English (LSJ)

(A), ον, A at nightfall, ἄνεμοι Arist.Mete.367b26; ἀνατολαί Thphr.Sign.2; φάσεις Procl.Hyp.5.66; σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Beren.3, cf. Nic. Th.761:—neut. as Adv., Arist.Pr.942a23. (Written ἀκρώνυχος in PHib.27 (iii B. C.).)
ἀκρ-όνῠχος (B), ον, A = ἀκρώνυχος, AP6.103 (Phil.), Q.S.8.157.

German (Pape)

[Seite 84] (s. ἀκρώνυχος), leicht berührend, κανών Phil. 15 (VI, 103); zw. bei Qu. Sm. 8, 157. am Anfange der Nacht, Arist. Probl. 26, 18; Theocr. frg. Beren. 3 u. sp. D., wie λύχνοι ἀκρ. Nic. Th. 766; ἀνατολαί, Spätaufgang (ὅταν ἅμα δυομένῳ ἡλίῳ ἀνατέλλῃ), Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρόνῠχος: -ον, κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, πρὸς ἑσπέραν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8. 28, Θεόφρ. περὶ σημείων ὑδάτ. 1. 2, Θεόκρ. 31. 3, Νικ. Θ. 761: ― τὸ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 18.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
au commencement de la nuit.
Étymologie: ἄκρος, νύξ.
2ος, ον :
c. ἀκρώνυχος.

Spanish (DGE)

(ἀκρόνῠχος) -ον
• Grafía: graf. ἀκρών- PHib.27.56 (III a.C.), PMich.149.11.10
1 vespertino ἀνατολαί Thphr.Sign.2, φάσεις Procl.Hyp.5.66, δειπνητός Nic.Th.761, Πέλειαι (identif. con las Πλειάδες) Posidipp.Epigr.39, del planeta Júpiter Ζεύς Nonn.D.6.244, cf. Chal.Comm.71, Cat.Cod.Astr.8(2).84.5, astrol. en PMich.l.c.
neutr. como adv. ἄνεμος γίνεται ... ἀκρόνυχον Arist.Pr.942a23, cf. Arist.Mete.367b26.
2 pred. trad. como adv. al anochecer de ritos σφάζων ἀκρόνυχος Theoc.Fr.3.3, Ἀρκτοῦρος ἀ. ἐπιτέλλει PHib.l.c., cf. 67
subst. ἐν τοῖς ἀκρωνύχοις en las ceremonias o ritos vespertinos, Milet 1(7).205a.
v. 2 ἀκρώνυχος.

Greek Monolingual

ἀκρόνυχος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στην αρχή της νύκτας, στο σούρουπο
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀκρόνυχον
όταν πέφτει η νύχτα, στο δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νυχος < νὺξ (πρβλ. ἀκρόνυκτος, ἀκρονύκτιος).
ΠΑΡ. μσν. ἀκρονυχία.

Greek Monotonic

ἀκρόνῠχος: -ον (νύξ), στην αρχή της νύχτας, προς το βραδάκι, σε Θεόκρ. κ.λπ.
• ἀκρόνῠχος: -ον (ὄνυξ) = ἀκρώνυχος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρόνῠχος: Anth. = ἀκρώνυχος.
появляющийся с наступлением ночи (ἄνεμοι Arst.).

Middle Liddell

[νύξ]
at night-fall, at even, Theocr., etc.