ἀγαλματουργία

Revision as of 14:39, 7 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, = ἀγαλματοποιΐα, Max.Tyr.33.3.

German (Pape)

[Seite 8] ἡ, Bildhauerei, Poll. 1, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαλματουργία: ἡ, = ἀγαλματοποιία, Μάξ. Τύρ. 1. σ. 438: καὶ ἀγαλματουργικός, ή, όν, = ἀγαλματοποιητικός, ὁ αὐτ. 2. σ. 139, Κλήμ. Ἀλεξ. 41.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 abstr. la escultura Max.Tyr.27.3, Poll.1.13, Thdt.Affect.3.76.
2 concr. imagen plu. (Ἀδάμ) ἄγαλμα, ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαι Sud.s.u. Ἀδάμ.