ἀγαλματουργία
English (LSJ)
ἡ, = ἀγαλματοποιΐα, Max.Tyr.33.3.
German (Pape)
[Seite 8] ἡ, Bildhauerei, Poll. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλματουργία: ἡ, = ἀγαλματοποιία, Μάξ. Τύρ. 1. σ. 438: καὶ ἀγαλματουργικός, ή, όν, = ἀγαλματοποιητικός, ὁ αὐτ. 2. σ. 139, Κλήμ. Ἀλεξ. 41.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 abstr. la escultura Max.Tyr.27.3, Poll.1.13, Thdt.Affect.3.76.
2 concr. imagen plu. (Ἀδάμ) ἄγαλμα, ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαι Sud.s.u. Ἀδάμ.