χώρημα

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χώρημα Medium diacritics: χώρημα Low diacritics: χώρημα Capitals: ΧΩΡΗΜΑ
Transliteration A: chṓrēma Transliteration B: chōrēma Transliteration C: chorima Beta Code: xw/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A space, room, Gp.4.1.16, PMag.Par.1.1087, Secund.Sent.15; cavity, τὸ τοῦ ἀναδέσμου χ. Heliod. ap. Orib.48.50.3: receptacle, c. gen., χ. ἡ ψυχὴ ἢ θεῶν ἢ δαιμόνων Porph.Marc.21, cf. 19; χόριον τὸ χ. τοῦ ἐμβρύου Gal.19.454.

German (Pape)

[Seite 1387] τό, Raum, Spielraum, Platz, bes. Raum, Etwas zu fassen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χώρημα: τό, τόπος, χῶρος, διάστημα, Γεωπον. 4. 1, 16· μάλιστα, θήκη χωροῦσά τι, μετὰ γεν., χώρημά ἐστι (τὸ χόριον) τοῦ ἐμβρύου Γαλην. τ. 19, 454, 17.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, ΜΑ χωρῶ
(κυριολ. και μτφ.) ο χώρος, ο τόπος, το μέρος στο οποίο περιέχεται κάτι (α. «ἔλυτρον τὸ ὑγρῶν χώρημα», Αμμων.
β. «χώρημα τοῦ πονηροῡ δαίμονος ἡ ψυχή», Πορφ.)
αρχ.
1. κοιλότητα
2. ο υμένας που περιβάλλει το έμβρυο στη μήτρα («χώρημά ἐστι [τὸ χόριον] τοῦ ἐμβρύου», Γαλ.).