προσομιλώ

From LSJ
Revision as of 20:05, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

-έω ΜΑ ὁμιλῶ
μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω
μσν.
εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.)
αρχ.
1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.)
2. συνομιλώ με κάποιον, κουβεντιάζω
3. σμίγω ερωτικά με κάποιον, συνευρίσκομαι
4. διαμένω σε έναν τόπο ή συχνάζω σε έναν τόπο
5. προσκολλώμαι κάπου («πολύπου... ὃς ποτὶ πέτρῃ τῇ προσομιλήσῃ», Θεόγν.)
6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («γυμναστικῇ προσομιλοῦντα», Πλάτ.)
7. μτφ. συμπεριφέρομαι («καὶ ὕβρει προσομιλῶν οὐ δέδοικεν», Πλάτ.).