χερουβικός

From LSJ
Revision as of 20:35, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source

Greek (Liddell-Scott)

χερουβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν χερούβ, Μεθόδ. 360C, Κύριλλ. Ἱεροσ. 1192· χερουβικὸς θρόνος Θεόδ. Ἀγκ. 1404D, Γελάσ. 1316C· - ὁ χερουβικός ὕμνος, ὁ ᾀδόμενος κατὰ τὴν μεγάλην εἴσοδον, ἄρχεται δὲ ὧδε: οἱ τὰ χερουβίμ μυστικῶς εἰκονίζοντες Ψευδοϊακώβου Λειτουργ. σ. 53· τό χερουβικόν, Ψευδογερμαν. 416D, 420Β, Κεδρ. Ι, 685, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χερουβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[χερουβ(ε)ίμ]]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση και στη λειτουργία τών χερουβίμ (α. «ξανθά / χερουβικά κεφάλια», Παλαμ.- β. «τοῦ χερουβικοῦ καὶ ἐπουρανίου θρόνου», Μεθόδ.
γ. «χερουβικοῑς ὄμμασιν εἰς οὐρανὸν ἀναβλέψας», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το χερουβικό(ν)
ύμνος που ψάλλεται πριν από την Μεγάλη Είσοδο (α. «να μπούνε στο χερουβικό...», δημ. τραγούδι
β. «ἄρχονται οἱ ἀναγνῶσται τοῦ χερουβικοῦ σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία... ἄλλο οἱ τὰ χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες...», Τυπ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χερουβικά
οι χερουβικοί ύμνοι
4. φρ. «χερουβικοί ύμνοι» και «χερουβικοὶ ὕμνοι»
εκκλ. οι ειδικοί ύμνοι οι οποίοι, από τον 6ο αιώνα, αντικατέστησαν τον δέκατο τρίτο ψαλμό.