ἀνάμιξις
English (LSJ)
εως, ἡ, A mingling, admixture, Thphr.CP4.15.4, Plu. Num.17, Gal.2.850.
German (Pape)
[Seite 198] ἡ, Vermischung, Verkehr, Plut. Num. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμιξις: -εως, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 4. 15, 4· ἐπικοινωνία, Πλουτ. Νουμ. 17.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
relations, commerce intime.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 mezcla, unión Arist.Pr.952b3, Plu.Num.17, Gal.2.850
•fig. amistad Plu.2.643e.
2 en la putrefacción de víveres guardados infección τοῦ ἔξωθεν Thphr.CP 4.15.4.
3 trato sexual LXX Psalm.Salom.2.13.
Greek Monotonic
ἀνάμιξις: -εως, ἡ (ἀναμίγνυμαι), επικοινωνία, συναλλαγή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάμιξις: εως ἡ смешение, тесное общение Arst.: πάντων πρὸς πάντας ἀ. Plut. всеобщее смешение.
Middle Liddell
[ἀναμίγνυμαι]
intercourse, Plut.