ἀστεῖος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Diph.73: (ἄστυ):—A of the town (but in the literal sense ἀστικός is used). II town-bred, polite, Pl.Phd. 116d; opp. ἄγροικος, Plu.Mar.3; γένοιτ' ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Alc. Com.26; charming, Isoc.2.34. 2 of thoughts and words, refined, elegant, witty, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, opp. ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ar.Fr.685; ἀστεῖόν τι λέξαι Id.Ra.901; ἀστεῖον λέγεις (where there is a play on the double sense, witty and popular) Id.Nu.204; ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς οἱ λόγοι Pl.Phdr.227d; ἀστεῖον εἰπεῖν Com.Anon.248 Mein., cf. Axiop.1.14; ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ar.Eq. 539; of persons, οἱ ἀστεῖοι = the wits, Pl.R.452d; τὰ ἀστεῖα = witty sayings, witticisms, Arist.Rh.1411b21, al. Adv. ἀστεῖως J.AJ12.4.4, Plu.2.123f, Luc.Nigr.13. 3 as a general word of praise, of things and persons, pretty, charming, βοσκήματε Ar.Ach.811; ἑορτή Pl.Grg. 447a; ἀστεῖος καὶ εὐήθης Id.R.349b, cf. Phdr.242e, Hp.Ep.13; ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις;—ἀστεία μὲν οὖν Anaxil.21; ἀστεῖόν [ἐστι] ὅτι ἐρυθριᾷς it is charming to see you blush, Pl.Ly.204c; ἀστεῖον πάνυ εἰ . . Men. Sam.149. b ironically, ἀστεῖον κέρδος = a pretty piece of luck, Ar.Nu. 1064; ἀστεῖος εἶ Diph.73. 4 of outward appearance, pretty, graceful, LXX Ex.2.2, al.; οἱ μικροὶ ἀ. καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist. EN1123b7; handsome, LXX Jd.3.17 (of Eglon): in Comedy, of dainty dishes, κραμβίδιον, κρεΐσκον, Antiph.6, Alex.189. 5 good of its kind, αἷμα Hp.Alim.44; ἑλλέβορος Str.9.3.3; οἶνος Plu.2.620d; of persons, good, Ph.1.97, Plu.Them.5; ἀστεῖα = good qualities, opp. φαῦλα, Demetr.Eloc.114. Adv. ἀστείως = honourably, πράττων LXX 2 Ma. 12.43, cf. Ph.1.244.
German (Pape)
[Seite 375] auch 2 End., städtisch u. dah. sein gebildet, witzig, vgl. bes. Xen. Cyr. 2, 2, 12, wo die ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες den ἀλαζόνες als solche entgegengesetzt werden, die Lachen erregen, μήτε ἐπὶ ζημίᾳ τῶν ἀκουόντων, μήτε ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει, μήτε ἐπὶ βλάβῃ μηδεμιᾷ; Cyr. 8, 4, 23; ἂν ἓν ἢ δύο ἀστεῖα εἴπωσι Dem. 23. 206. Bei Isocr. 2, 34 Ggstz ταπεινός. Bei Plat. theils freundlich, theilnehmend, Phaed. 116 d, theils spaßhaft, εὐήθεια Phaedr. 242 e, λόγοι 227 e; Spötter, Rep. V, 452 d; Sp. = gut, dem αἰσχρός entgeggsetzt, Plut. Them. 5; bes. von Waaren, sein, sauber. – Adv. ἀστείως, ἐπισκώπτειν Luc. Nigr. 13; ὑποκορίζεσθαι Plut. Sol. 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Δίφιλ. ἐν «Συναποθνήσκουσιν» 1· (ἄστυ) : ὁ ἐκ τοῦ ἄστεως, ἐκ τῆς πόλεως· ἀλλ’ ἐπὶ τῆς κυριολεκτικῆς σημασ. εἶναι ἐν χρήσει ἡ λέξ. ἀστικός. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. urbanus, ἁρμόζων εἰς πόλιν, ὁ ἐν πόλει τεθραμμένος, εὐγενὴς τοὺς τρόπους, εὔχαρις, εὐτράπελος, κομψός, ἀντίθ. τῷ ἄγροικος, Πλάτ. Φαίδων 116D· νῦν οὖν γένοιτ’ ἀστεῖος οἰκῶν ἐν πόλει Ἀλκαῖος Κωμ. ἐν «Πασιφάνῃ» 1. 2) ἐπὶ διανοημάτων, λόγων ἢ λέξεων, λεπτός, κομψός, εὐφυής, διάλεκτον ἀστείαν ὑποθηλυτέραν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν ἀνελεύθερον ὑπαγροικοτέραν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 552· ἀστεῖον τι λέξαι ὁ αὐτ. Βαβρ. 5, 901· ἀστεῖα λέγεις (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς διπλῆς σημασίας, εὐφυὴς καὶ δημοτικός, δηλ. κεχαρισμένος τοῖς πολλοῖς) ὁ αὐτ. Νεφ. 204· ἀστεῖον εἰπεῖν Κωμ. Ἀνών. 248· ἀστ. οἱ λόγοι Πλάτ. Φαῖδρ. 227D· ἀστειοτάτας ἐπινοίας Ἀριστοφ. Ἱππ. 539· ἐπὶ προσώπων, οἱ ἀστεῖοι, οἱ λέγοντες ἀστεῖα, Πλάτ. Πολ. 452D· τὰ ἀστεῖα, εὐφυεῖς λόγοι, εὐφυολογίαι, Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 1, κ. ἀλλ.: - Ἐπίρρ. ἀστείως, Πλούτ. 2. 123Ε, κ. ἀλλ. 3) ὡς γενικὴ λέξις ἐπαίνου, ἐπὶ πραγμάτων καὶ προσώπων, λεπτός, ἡδύς, ἁβρός, θελκτικός, κομψός, νή τὸν Δί’ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε Ἀριστοφ. Ἀχ. 811· καὶ μάλα γε ἀστείας ἑορτῆς, λαμπρᾶς, Πλάτ. Γοργ. 447Α· οὐ γὰρ ἂν ἦν ἀστεῖος, ὥσπερ νῦν, καὶ εὐήθης (ἐπὶ καλῆς σημασίας) ὁ αὐτ. Πολ. 349Β, πρβλ. Φαῖδρ. 242Ε· ἀλλ’ ἀντιτίθεται τῷ ἁπλοῦς παρ’ Ἀναξίλᾳ ἐν «Νεοττίδι» 2 (ἐστὶ γοῦν ἁπλῆ τις; ἀστεία μὲν οὖν νὴ τὸν Δία)· ἀστεῖόν γε, ἦ δ’ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς... καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει τοὔνομα Πλάτ. Λύσ. 204C. β) εἰρωνικῶς, ἀστεῖόν γε κέρδος ἔλαβεν ὁ κακοδαίμων, ὡραῖον τῷ ὄντι κέρδος..., Ἀριστοφ. Νεφ. 1064· ἀστεῖος εἶ, εἶσαι νόστιμος, Δίφυλ. ἐν «Συνωρίδι» 1. 4) ἐπὶ ἐξωτερικοῦ παραστήματος, κομψός, κόσμιος, εὐπρεπής, χαρίεις, Ἱππ. 1276. 38, κ. ἀλλ., Ἑβδ. (Ἔξ. β΄, 2), κ. ἀλλ.· οἱ μικροὶ ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοῖ δ’ οὒ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 5· ἀλλὰ τὸ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Κριτ. γ΄, 17) καὶ Ἐγλώμ ἀνὴρ ἀστεῖος σφόδρα, ἐν τῷ Ἑβρ. ἀρχετύπῳ εἶναι «καὶ ὁ Ἐγλὼμ ἦν ἄνθρωπος παχὺς σφόδρα»: - παρὰ Κωμ. συχν. ἐπὶ λιχνευμάτων ἢ ἐκλεκτῶν ἐδεσμάτων, κραμβίδιον ἐφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκοις» 6· τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4· ἀλλὰ μεταγ. καὶ ἐπὶ φυσικῶν προϊόντων, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀγαθός, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ἑλλέβορος Στράβ. 418, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de citadin ; de bon goût, cultivé, d’où
1 élégant, agréable;
2 fin, intelligent, spirituel;
3 joli, gracieux, d’apparence agréable.
Étymologie: ἄστυ.
Spanish (DGE)
-α, -ον
I 1de pers. educado, fino ὁ ἄνθρωπος Pl.Phd.16d, γενοῖτ' ἀ. οἰκῶν ἐν πόλει Alc.Com.26, cf. Isoc.2.34, πολλοὶ ... τῶν βαρβάρων ἀστεῖοι Str.1.4.9, βίος Plu.Mar.3
•en sent. físico de pers. delicado, fino ἀστεῖοι τὰ σώματα Hp.Ep.21
•educado, inteligente ἀνήρ Philostr.VA 8.19, I.AI 7.147
•en sent. peyor. ridículo Pl.R.349b
•en sent. irón. ἀ. εἶ eres amable Diph.74.2
•subst. οἱ ἀστεῖοι personas ocurrentes o ingeniosas Pl.R.452d
•de abstr. en sent. irón. ἡ εὐήθεια Pl.Phdr.242e, ἀστεῖον κέρδος bonito negocio Ar.Nu.1064
•en cont. de lengua refinado, elegante, ingenioso ἡ γὰρ ἂν ἀστεῖοι καὶ δημωφελεῖς εἶεν οἱ λόγοι pues así los discursos serían refinados y útiles al pueblo Pl.Phdr.227d, ἀ. διάλεκτος op. ὑπαγροικός Ar.Fr.706, ἀστεῖόν τι λέξειν Ar.Ra.901, ἀστεῖον λέγεις Ar.Nu.204, εἶ π' ἀστεῖα Epich.86.14Au., ἂν ἓν ἢ δύ' ἀστεῖ' εἴπωσιν D.23.206
•subst. τὰ ἀστεῖα palabras oportunas o ingeniosas Arist.Rh.1411b22
•en neutr. c. complet. ἀστεῖόν γε ... ὅτι ἐρυθριᾷς bonito (es) que te ruborices Pl.Ly.204c, ἀστεῖον πάνυ εἰ ... Men.Sam.364.
2 de cosas y abstr. refinado, exquisito ἑορτή Pl.Grg.447a, κραμβίδιον Antiph.6, κρεΐσκον Alex.189, ἱματισμός PHib.54.16 (III a.C.)
•de anim. bonito, lindo ἀστείω γε τὼ βοσκήματε bonito par de animalitos Ar.Ach.811, οἱ μικροὶ δ' ἀστεῖοι καὶ σύμμετροι, καλοὶ δ' οὔ Arist.EN 1123b7
•de lugares ameno χώρα Str.6.3.5.
3 de pers. en sent. físico hermoso, guapo Εγλωμ ἀνὴρ ἀ. σφόδρα LXX Id.3.17, de un recién nacido, LXX Ex.2.2, γυνὴ ἀ. τῷ εἴδει LXX Su.7, Μοϋσῆς ... ἀ. τῷ θεῷ Moisés (era) hermoso a los ojos de Dios, Act.Ap.7.20, τὸ παιδίον Ep.Hebr.11.23, cf. Hsch.α 7867.
II bueno, de buena clase αἷμα Hp.Alim.44, οἶνος PSorb.19.2 (III a.C.), Plu.2.620d, ἐλλέβορος Str.9.3.3
•de pers. en sent. moral bueno, honrado de una mujer, Anaxil.21.7, γονέες Hp.Ep.13, ἄρχων Plu.Them.5
•ἀστεῖα buenas cualidades ὁμοίως τῆς τε αὐτοπραγίας καὶ τῆς ὀλιγοπραγμοσύνης ἀστείων ὄντων siendo igualmente cualidades excelentes la preocupación por lo suyo y el mezclarse poco en los negocios Chrysipp.Stoic.3.176, op. φαῦλα Demetr.Eloc.114
•subst. ὁ ἀ. el hombre bueno Ph.1.92
•subst. ὁ ἀ. sabio bueno y educado (cf. I 1) op. φαῦλος Chrysipp.Stoic.3.168.
III adv. -ως
1 elegantemente op. ἀκόμψως Plu.2.4f, τὸ παιχθὲν ἀ. ὑπὸ Φιλίππου ... μιμητέον Plu.2.123e, τὴν δὲ ἐσθῆτα ... ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀ. πάνυ Luc.Nigr.13, cf. Hsch.α 7869
•c. verbo de lengua ingeniosamente, firmemente ὑπήκουσεν ἀ. Erasistr. en Gal.11.206, σφόδρ' ἀ. ἀπεκρίνατο I.AI 12.177, τοῦτο ... ἀ. εἰρημένον M.Ant.5.12, λέγειν πάνυ ἀ. Ach.Tat.8.9.1, προφήτης Ἀμβακοὺμ ἀ. ἐμελῴδησε φάσκων Meth.Sym.et Ann.M.18.356D
•de la manera de escribir versos IGBulg.3.1578 (Augusta Trajana II/III d.C.).
2 honradamente ἀ. πράττων LXX 2Ma.12.43, ἀ. καὶ αὐστηρῶς χρώμενος τῇ τοῦ καλοῦ μελέτῃ Ph.1.244.
English (Strong)
from astu (a city); urbane, i.e. (by implication) handsome: fair.
English (Thayer)
ἀστεῖον (ἄστυ a city);
1. of the city; of polished manners (opposed to ἄγροικος rustic), genteel (from Xenophon, and Plato down).
2. elegant (of body), comely, fair (Aristaenet. 1,4, 1,19,8): of Moses (τῷ Θεῷ added, unto God, God being Judges, i. e. truly fair, Winer's Grammar, § 31,4a., p. 212 (199); (248 (232)); Buttmann, 179 (156); (Philo, vit. Moys. i., § 3, says of Moses γεννηθείς ὁ παῖς εὐθύς ὄψιν ἐνεφηνεν ἀστειοτεραν ἤ κατ' ἰδιωτην). (Cf. Trench, § cvi.)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἀστεῖος, -α, -ον και -ος, -ον)
1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος
2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος
νεοελλ.
1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα
αρχ.
1. ο πολιτισμένος, ο κοινωνικός, ο καλλιεργημένος
2. ο έξυπνος, ο χαριτωμένος
3. ο κομψός, ο όμορφος
4. ο εξαίρετος στο είδος του
5. το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀστεῖα
είδη καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ. Η κυριολεκτική σημασία της λ. είναι «ο του άστεως» (πρβλ. αστικός), χρησιμοποιήθηκε όμως πάντα με μεταφορική σημασία «πολιτισμένος, καλλιεργημένος» (σε αντίθεση προς τα «αγροίκος», «λαϊκός»), απ' όπου κατέληξε στη σημασία «έξυπνος, ευφυολόγος, ευτράπελος», χρήση με την οποία απαντά ευρύτατα στη νεοελληνική. Παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη εμφανίζει και το λατ. επιθ. urbanus (κυριολ. «αστικός» < urbs «άστυ, πόλη»), που αφού προσέλαβε τη σημασία «εκλεπτυσμένος, καλλιεργημένος» κατέληξε επίσης να δηλώνει και τον «ευτράπελο αστείο» (χρησιμοποιήθηκε και ως ουσ. με την έννοια «αστειολόγος, ευφυολόγος» — πρβλ. και urbanitas «αστειότητα, ευφυολογία»). Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν σημασιολογικά και τα νεοελλ. χωρατό (κυριολ. «συναναστροφή με χωραΐτες, κατοίκους της χώρας») και χωρατεύω (κυριολ. «συναναστρέφομαι με χωραΐτες»), λέξεις που αργότερα προσέλαβαν αντιστοίχως τις σημασίες «ενδιαφέρουσα, ευτράπελη συνομιλία», «συνομιλώ», για να καταλήξουν να σημαίνουν «αστειότητα» και «αστειεύομαι» — πρβλ. και χωραταζής, χωρατά (χωρατό)].
Greek Monotonic
ἀστεῖος: -α, -ον (ἄστυ), αυτός που προέρχεται από την πόλη, απ' όπου, όπως Λατ. urbanus, αυτός που ανατράφηκε στην πόλη, ευγενής, ευγενικός, αντίθ. προς το ἀγροῖκος, σε Πλάτ.· εξευγενισμένος, λεπτός, χαριτωμένος, ευφυής, έξυπνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ειρων., ἀστεῖον κέρδος, ωραίο κέρδος..., σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀστεῖος:
1) досл. городской, столичный, перен. культурный, воспитанный, вежливый (ἀ. καὶ εὔχαρις Xen.; ἥμερον καὶ ἀστεῖον ἦθος Plut.);
2) ласковый, приветливый (ἄνθρωπος Plat.);
3) изящный, утонченный, изысканный (ἀ. καὶ γλαφυρὸς βίος Plut.);
4) прелестный, приятный (ἑορτή Plat.; ἀ. καὶ σύμμετρος, καλὸς δ᾽ οὔ Arst.): νὴ τὸν Δί᾽ ἀστείω γε τὼ βοσκήματε! Arph. ах, какие славные зверушки!;
5) (остро)умный, тонкий, меткий (λόγοι Plat.; τὰ ἀστεῖα εἰπεῖν Dem. и λέγειν Arst.; πρόνοια Plut.).
Middle Liddell
ἄστυ
of the town: hence, like Lat. urbanus, town-bred, polite, courteous, opp. to ἄγροικος, Plat.:— refined, elegant, pretty, witty, clever Ar., Plat.:—ironically, ἀστ. κέρδος a pretty piece of luck, Ar.
Chinese
原文音譯:¢ste‹oj 阿士帖哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:文雅的 相當於: (בָּרִיא) (טָבַב / טִבָּה / טֹוב / טֹובָה) (יָרַט / רָטָה)
字義溯源:文雅的,優美的,可悅的,俊美的;源自(ἄστρον)X*=城市)。因為城市代表文化,所以這字表明優美,英俊。新約用這字兩次,都是形容摩西嬰孩時的俊美
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編:
1) 是俊美的(1) 來11:23;
2) 俊美的(1) 徒7:20
English (Woodhouse)
charming, dainty, delightful, elegant, polite, refined, well-bred, of manners, slylish