ἐπαίτησις

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαίτησις Medium diacritics: ἐπαίτησις Low diacritics: επαίτησις Capitals: ΕΠΑΙΤΗΣΙΣ
Transliteration A: epaítēsis Transliteration B: epaitēsis Transliteration C: epaitisis Beta Code: e)pai/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, begging, LXX Si. 40.28, 30.

German (Pape)

[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.

Greek Monolingual

ἐπαίτησις, η (Α)
1. επαιτεία
2. αίτηση, αίτημα.