ἐπαίτησις
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
-εως, ἡ, begging, LXX Si. 40.28, 30.
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, das Fordern, Betteln, Sp., wie D. Hal. rhet. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπαιτεῖν, τέκνον ζωὴν ἐπαιτήσεως μὴ βιώσῃς Ἑβδ. (Σειράχ. Μ΄, 28, 30), Ὠριγέν. ΙΙΙ. 1413C. Παρὰ Διον. Ἁλ. ἐν Τέχνῃ Ρητ. 13, σ. 362· 9 ἡ σημασία τῆς λέξεως φαίνεται ἀσαφής· ἴσως νὰ σημαίνῃ αἴτησιν, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ χωρίον ἐφθαρμένον.