κοινολογώ

From LSJ
Revision as of 07:48, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(AM κοινολογῶ, -έω)
νεοελλ.-μσν.
λέω κάτι στο κοινό, διαλαλώ, κάνω κάτι δημόσια γνωστό, κοινοποιώ, διαδίδω
μσν.
συζητώ
μσν.-αρχ.
μέσ. κοινολογοῦμαι, -έομαι
(με δοτ. ή περί + γεν.) συνομιλώ με κάποιον, συζητώ, συσκέπτομαι, ζητώ τη γνώμη κάποιου (α. «τῶν Συρακοσίων τινές,... οἱ μὲν δείσαντες, ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο», Θουκ.)
αρχ.
φρ. «γράμματα κοινολογούμενα κατά μίμησιν» — γράμματα, σημεία, που ερμηνεύονται με την κύρια σημασία τους (Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -λογῶ (< -λόγος < λόγος), πρβλ. ευφυολογώ, σταχυολογώ].