μήν
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ὁ, A v. μείς. II Μήν, an Anatolian divinity, IG22.1365,1366, etc.; nom. sg. Μείς Supp.Epigr.4.647.2, 648.3 (Lydia).
μήν, Dor. (Epich.78, etc.), Aeol. (Sapph.Supp.23.5, etc.), and old Ep. μάν (in Hom.always folld. by a vowel exc. Il.5.895,765, whereas μήν is folld. by a consonant exc. in Il.19.45; original μάν has prob. been changed to μέν exc. when the metre prevented), a Particle used to strengthen asseverations, A verily, truly; a synonym of μέν but stronger, and like it always following the word which begins the clause, ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μ. τετελεσμένον ἔσται and so verily... Il.23.410; ἴστε μὰν… ye know doubtless, Pi.I.4(3).35: freq. with imper., ἄγε μ. on then, Il.1.302; ἄγρει μάν 5.765; ἄναγε μάν A.Ch.963 (lyr.); ἕπεο μάν S.OC182 (lyr.). II after other Particles, 1 ἦ μήν, now verily, full surely, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν Il.2.291, cf. h.Ap.87, Hes. Sc.101; ἦ μάν Il.2.370, 13.354, Sapph.l.c., Pi.P.4.40, al. (εἶ μάν IG5 (1).1390.27 (Andania, i B.C.)): strengthened, ἦ δὴ μάν Il.17.538: freq. later in strong protestations or oaths, c. inf., ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν A.Th.531, cf. S.Tr.1186, X.An.2.3.26: in negation, ἦ μ. μή… Th.8.81, etc. (but also ὀμνύω μὴ μὰν φρονησεῖν SIG527.36 (Crete, iii B.C.)): in Prose also to begin an independent clause, ὀμνύω... ἦ μ. ἐγὼ ἐθυόμην X.An.6.1.31; καὶ νὴ τὸν κύνα,… ἦ μ. ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Pl. Ap.22a. 2 καὶ μήν, sometimes simply to add an asseveration, v. sub init., cf. Pi.N.2.13, etc.; καὶ δὴ μάν Theoc.7.120: freq. to introduce something new or deserving special attention, καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον Od.11.582, cf. 593, A.Pr.459, Pers.406, etc.; especially in dramatic Poets to mark the entrance of a person on the stage, here comes... Id.Th.372, E.El.339; also ὅδε μ. Αἵμων S.Ant.626 (anap.), etc.; of new facts, and besides, nay more, καὶ μήν… γε A.Pr.982, cf. Ar.Pax 369, X.Smp.4.15, etc.; in Orators to introduce new arguments, καὶ μήν… γε Pl.Tht.153b, D.21.56; to introduce a counter-argument, Ar.Nu.1185, Pl.Grg.452c; καὶ μὴν καί D.27.30, etc.: also in answers, to denote approbation or assent, ἀλλ' ἢν ἐφῇς μοι… λέξαιμ' ἂν ὀρθῶς. Answ. καὶ μ. ἐφίημι well, I allow it, S.El.556; μὴ νῦν διάτριβ', ἀλλ' ἄνυε πράττων… Answ. καὶ μ. βαδίζω Ar.Pl.413 (v.l.), cf. Ra.895, E.Hec.317; so καὶ μ.… γε Pl.R.426e, etc. 3 ἀλλὰ μήν, yet truly, Id.Pers.233, etc.; ἀλλὰ μάν Ar.Ach.765; ἀλλὰ μήν… γε Id.Ra.258; to allege something not disputed, Pl.Tht.187a: rarely separated, ἀλλ' ἐστὶ μ. οἰκητός S.OC28; ἀλλ' οὐδ' ἐγὼ μ.… E.Hec.401: more strongly, ὅμως μ. Pl.Plt.297d. 4 ναὶ μήν, above all, Emp.76.2. 5 οὐ μήν, of a truth not, Il.24.52, A.Ag.1068, etc.: elsewh. in Hom. οὐ μάν, Il.12.318, etc.; μὴ μάν (Att. μὴ μήν) oh do not, 8.512, 15.476, etc.; ἀλλ' οὐ μάν 17.41; ἀλλ' οὐ μάν… γε S.OC153 (lyr.); οὐδὲ μάν Pi.P.4.87. 6 ὡς μήν, = ἦ μήν, ὀμμνύω Δία… ὡς μ. κρινεῖν τὰ ἀντιλεγόμενα Delph.3(1).362 i 40. III after interrogatives, τί μ.; well, what of it? A.Eu.203, Pl.Tht.145e, etc.; τί μ. οὔ well, why not? E. Rh.706 (lyr.); τῶς μ.; well, but how… ? X.Cyr.1.6.28; τίνος μ. ἕνεκα; ibid.; ποῦ μ.; to express surprise, Pl.Tht.142a; ἀλλὰ πότε μήν; X. Smp.4.23. IV with adversative force, esp. after a neg., so that it is equivalent to μέντοι, νῦν ἐμὲ μὲν στυγέει... ἔσται μὰν ὅτ' ἄν… Il. 8.370-373; οὐ μὴν ἄτιμοι… τεθνήξομεν A.Ag.1279; ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ' ἐπίστασθαι... οὐδὲν μ. κωλύει κτλ. Pl.Phdr.268e, cf. Grg.493c, R.529e, etc.; χαλεπῶς ἔχει ὑπὸ τραυμάτων, μᾶλλον μ. αὐτὸν αἱρεῖ τὸ νόσημα Id.Tht.142b; expressed more strongly by γε μ., Pi.P.7.18, A.Th.1067 (anap.), S.OC587, X.Cyr.6.1.7, etc.; also οὐ μ.… γε A. Pr.270, Th.538; οὐδὲ μ. ib.809, Ch.189; οὐ μ. οὐδέ nor yet indeed, Th. 1.3, 82, etc.; οὐ μὰν οὐδέ Il.4.512; ἀλλ' οὐ μὰν οὐδέ 23.441:—on οὐ μὴν ἀλλά, v. ἀλλά 11.5.
German (Pape)
[Seite 174] dor. μάν, vgl. auch μέν, starke Bejahung, Betheuerung ausdrückend, bes. bei einem Befehl oder Versprechen, ja, für wahr, allerdings; ἄγε μὴν πείρησαι, Il. 1, 302, wohlan denn, versuche es doch; ἕπεο μάν, Soph. O. C. 178, s. auch weiter unten; ἦ μήν, ja wahrlich, Il. 9, 57; Hes. Sc. 11. 101; Aesch. Prom. 73 u. öfter; bes. nach ὄμνυμι, Spt. 513; Ar. Nubb. 855 u. sehr häufig; – καὶ μήν, und doch fürwahr, Il. 19, 45. 23, 410; Aesch. Prom. 246. 457 u. sonst oft; καὶ μὴν πεπωκώς γε, Ag. 1161; Ar. Th. 200; – οὐ μήν, fürwahr nicht, Il. 24, 52 Od. 16, 440 u. öfter; Aesch. Spt. 520; οὐ μήν τι ποιναῖς γε ᾠόμην τοίαισί με κατισχανεῖσθαι, Prom. 268; Soph. O. R. 810; οὐδὲ μήν γε Ar. Vesp. 480; Plat. Phaed. 93 a; auch οὐ μὴν ἀλλά – γε, Gorg. 449 c; οὐδὲ μήν – γε, Parm. 164 a; – ἀλλὰ μήν, aber ja, doch, Aesch. Pers. 229; ἀλλὰ μὴν εὔνους γε, 222; ἀλλὰ κἀγὼ μήν, Ag. 1637; ἀλλ' ἔστι μὴν οἰκητός, Soph. O. C. 28; öfter bei Plat. u. sonst in Prosa; ἀλλ' οὐ μήν, Plat. Parm. 149 a; – γε μήν, Aesch. Spt. 1054; ἄνα γε μὰν δόμοι, Ch. 957; ὅρα γε μήν, Soph. O. C. 593, vgl. El. 961; τόδε γε μὴν ἔχεις λέγειν ὅτι, Plat. Parm. 153 a, öfter; Xen. Mem. 1, 4, 5 u. A.; – τί μήν; warum nicht? Aesch. Eum. 194, wie Plat. Polit. 258 b u. öfter; ποῦ μήν; wo aber? Theaet. 142 a; ποῖα μὴν λέγεις; Rep. VII, 523 b. ηνός, ὁ, vgl. μείς, der Monat, Il. 2, 292 u. öfter; μηνῶν φθινόντων, im Verlaufe der Monate, oder als die Monate, das Jahr zu Ende ging, Od. 10, 470 u. öfter; vgl. ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι ἐξετελεῦντο, Od. 11, 294. 14, 293; aber μὴν φθίνων, Od. 14, 162. 19, 307, ist die zweite Hälfte des Mondes, im Ggstz des ἱστάμενος μήν, der ersten Hälfte des Monats, vgl. Hes. Th. 51; Her. 6, 106; wenn der Monat wie gew. in drei Dekaden getheilt wird, werden diese durch den Zusatz ἱσταμένου μηνός, μεσοῦντος, φθίνοντος unterschieden, die zweite und dritte aber auch durch ἐπὶ δεκάδι, ἐπὶ εἰκάδι bezeichnet. – In dem letzten Drittel werden die Tage wie im römischen Kalender rückwärts gezählt: μηνὸς Ἀρτεμισίου τετάρτῃ φθίνοντος, am vierten Tage vor dem Ende des Monats Artemision, Thuc. 5, 19. – Aus der Eintheilung und Berechnung der Monate nach dem Mondlauf erklärt sich, daß Thuc. 2, 4 τελευτῶντος τοῦ μηνός als Grund der dunkeln Nacht angeführt wird, wo der Mondschein zu Ende ging; οἱ δὲ συγγενεῖς μῆνές με μικρὸν καὶ μέγαν διώρισαν, d. i. die ganze Lebenszeit, Soph. O. R. 1083; πλήθει πολλῶν μηνῶν, von einer langen Zeit, Phil. 713; κύκλος πανσέληνος μηνὸς διχήρης, der den Monat theilt, Eur. Ion. 1156; δεκάτῳ μηνὸς ἐν κύκλῳ, 1486; μῆνες ἐμβόλιμοι, Schaltmonate, Her. 1, 32; μήνεσι, 4, 43. 8, 51, mit der v.l. μησί (dor. μασί, Theocr. 17, 127); μῆνες οἱ χειμερινοί, Thuc. 6, 21; Plat., der ἐνιαυτούς τε καὶ ὥρας καὶ μῆνας verbindet, Phil. 30 c u. Folgde. – Μῆνες heißt auch die monatliche Reinigung der Frauen, sonst ἐμμήνια.
Greek (Liddell-Scott)
μήν: παρὰ τοῖς Δωρ. καὶ τοῖς ἀρχ. Ἐπικ. μάν, μόριον ἐν χρήσει πρὸς ἐνίσχυσιν διαβεβαιώσεων, διαμαρτυριῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. vero, ἀληθῶς, τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, ὄντως, κτλ. Εἶναι ἰσχυρότερος τύπος τοῦ μέν, ὅπερ παρὰ τοῖς Ἐπικ. ποιηταῖς ἦν ἐν χρήσει σχεδὸν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον (ἴδε μὲν ἐν ἀρχ.), καὶ ὡς ἐκεῖνο ἀείποτε εἵπετο μετὰ τὴν πρώτην λέξιν τῆς προτάσεως, ὧδε γὰρ ἐξερέω, καὶ μὴν τετελεσμένον ἔσται, καὶ ἀληθῶς θὰ εἶναι τετελεσμένον..., Ἰλ. Ψ. 410, Ὀδ. Π. 440· ἴστε μάν..., γινώσκετε ἀναμφιβόλως, Πινδ. Ι. 4 (3). 58, κτλ.· συχνὸν μετὰ τῆς προστ., ἄγε μήν, Λατ. age vero, «ἐμπρὸς λοιπόν», Ἰλ. Α. 302· ἄγρει μὰν Ε. 765· ἄνα γε μαν Αἰσχύλ. Χο. 963· ἕπεο μὰν Σοφ. Ο. Κ. 182· ὅρα γε μὴν αὐτόθι 587, κτλ. ΙΙ. ἡγουμένων ἄλλων μορίων, 1) ἦ μήν, κατὰ ἀλήθειαν, ἀληθέστατα, βεβαιότατα, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστὶν Ἰλ. Β. 291, πρβλ. Ι. 57, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 11. 101· οὕτως, ἦ μὰν Ἰλ. Β. 370., Ν. 354, Πίνδ.· ἐπιτεταμ., ἦ δὴ μὰν Ἰλ. Ρ. 538· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἰδίως ἐπὶ ἰσχυρῶν διαμαρτυριῶν ἢ ὅρκων, μετ’ ἀπαρ., ὄμνυσι δ’ ἦ μὴν λαπάξειν Αἰσχύλ. Θήβ. 531, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1186, Ξεν. Ἀν. 2. 3. 26· καὶ ἐν ἀρνήσει, ἦ μὴν μή…, Θουκ. 8. 81, κτλ.· παρὰ πεζογράφοις ὡσαύτως ἐν ἀρχῇ ἀνεξαρτήτου προτάσεως, ὀμνύω…, ἦ μὴν ἐγὼ ἐθυόμην Ξεν. Ἀν. 5. 9, 31· καὶ νὴ τὸν κύνα, … ἦ μὴν ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Πλάτ. Ἀπολ. 22Α· ― οὕτω, μὴ μάν… ἀπολοίμην Ἰλ. Χ. 304, κτλ.· ― ἴδε μὲν Α. Ι. 2) καὶ μήν, ἐνίοτε ἁπλῶς εἰσάγει σοβαρὰν διαβεβαίωσιν, ἴδε ἐν ἀρχ., πρβλ. Πινδ. Ν. 2. 18, κτλ.· καὶ δὴ μὰν Θεόκρ. 7. 120· ― συχνάκις δὲ εἰσάγει τι νέον ἢ ἄξιον ἰδιαιτέρας προσοχῆς, καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον Ὀδ. Λ. 582, πρβλ. 593, Αἰσχύλ. Πρ. 459, Πέρσ. 406, κτλ.· ἰδίως παρὰ τοῖς δραματικοῖς ποιηταῖς χρησιμεύει πρὸς δήλωσιν ὅτι πρόσωπόν τι ἐμφανίζεται ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἰδού…, νὰ καί…, καὶ μὴν ἄναξ ὅδ’ αὐτός… Αἰσχύλ. Θήβ. 372, Εὐρ. Ἡλ. 339, πρβλ. Σοφοκλ. Ἀντ. 626, κτλ.· οὕτως ἐπὶ νέων γεγονότων, καὶ προσέτι, καὶ μάλιστα, ἀκόμη… Αἰσχύλ. Πρ. 982, Ἀριστοφ. Εἰρ. 369, κτλ.· καὶ παρὰ τοῖς ῥήτορσι κτλ. πρὸς εἰσαγωγὴν νέου ἐπιχειρήματος, Πλάτ. Θεαίτ. 153Β, Δημ. 532, 17., 823. 1, κτλ.· οὕτως ἐπὶ ἀποκρίσεων πρὸς δήλωσιν συγκαταθέσεως, ὡς τὸ καὶ δή, ἀλλ’ ἢν ἐφῇς μοι… λέξαιμ’ ἂν ὀρθῶς. ― Ἀπόκρ. καὶ μὴν ἐφίημι, καλὰ λοιπὸν ἐπιτρέπω, ἀφίνω, Σοφ. Ἠλ. 556· μὴ νῦν διάτριβ’, ἀλλ’ ἄνυε πράττων… Ἀπόκρ. καὶ μὴν βαδίζω Ἀριστοφ. Πλ. 413, πρβλ. Βατρ. 895, Εὐρ. Ἑκ. 317, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 14, Συμπ. 4. 15· οὕτω, καὶ μήν… γε Αἰσχύλ. Πρ. 982, 985, κτλ. 3) ἀλλὰ μήν, ἀληθῶς ὅμως…, Λατ. verum enimvero, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 226, 233, κτλ.· ἀλλὰ μὰν Ἀριστοφ. Ἀχ. 766· ἀλλὰ μήν… γε ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 258· εἰσάγει ἀλήθειάν τινα ἀδιαφιλονείκητον, Πλάτ. Θεαίτ. 187Α· σπανίως χωρίζεται: ἀλλ’ ἐστὶ μὴν οἰκητὸς Σοφ. Ο. Κ. 28· ἀλλ’ οὐδ’ ἐγὼ μήν… Εὐρ. Ἑκ. 401, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1068· ― οὕτως, ἰσχυρότερον, ὅμως μὴν Πλάτ. Πολιτ. 297D. 4) οὐ μήν, ἀληθῶς ὄχι, Ἰλ. Ω. 52, καὶ Ἀττ.· ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. οὐ μάν, Μ. 318, κτλ.· οὕτω, μὴ μὰν (Ἀττ. μὴ μήν), ὤ, μή…, Θ. 512., Ο. 476, κτλ.· ὡσαύτως, ἀλλ’ οὐ μὰν Ρ. 41· ἀλλ’ οὐ μάν…, γε Σοφ. Ο. Κ. 151· οὐδὲ μὰν Πινδ. Π. 4. 155. ΙΙΙ. μετὰ τὰ ἐρωτηματικὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον λαμβάνει πως ἀντιρρητικὴν δύναμιν, τί μήν; τί δέ; τί λοιπόν; δηλ. βέβαια, βεβαίως, φυσικώτατα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 203, Πλάτ. Θεαίτ. 145Ε, κτλ.· τί μὴν οὔ; Καὶ διὰ τί ὄχι; Εὐρ. Ρῆσ. 706· πῶς μήν; καὶ πῶς ὄχι; Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· ποῦ μήν; πρὸς δήλωσιν θαυμασμοῦ, Πλάτ. Θεαίτ. 142Α· μετὰ τοῦ ἀλλά, ἀλλὰ τίνος μὴν ἕνεκα; Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· ἀλλὰ πότε μήν; ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4. 23. ΙV. μὴν συχνάκις λαμβάνει ἐναντιωματικὴν δύναμιν, ἰδίως κατόπιν ἀρνήσεως, ὥστε ἀντικαθιστᾷ τὸ μέντοι, Λατ. tamen, νῦν μὲν στυγέει…, ἔσται μὰν ὅταν κτλ. Ἰλ. Θ. 370-373· οὐ μὴν ἄτιμοι… τεθνήξομεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1279, πρβλ. 1068· ἀνάγκη μὲν καὶ ταῦτ’ ἐπίστασθαι…, οὐδὲν μὴν κωλύει κτλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, πρβλ. Γοργ. 493C, Πολ. 529Ε, κτλ.· χαλεπῶς ἔχει ὑπὸ τραυμάτων, μᾶλλον μὴν αὐτὸν αἱρεῖ ἡ νόσος ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 142Β· ― τοῦτο ἐκφέρεται ἰσχυρότερον διὰ τοῦ γε μήν, Πινδ. Π. 7, 20, Αἰσχύλ. Θήβ. 1062, Σοφ. Ο. Κ. 587, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 7, κτλ.· ὡσαύτως, οὐ μήν… γε Αἰσχύλ. Πρ. 268, Θήβ. 538· οὐδὲ μὴν αὐτόθι 809, Χο. 189· καὶ οὐ μὰν οὐδὲ Ψ. 441· ― περὶ τοῦ οὐ μὴν ἀλλά, ἴδε ἀλλὰ ΙΙ. 3.
French (Bailly abrégé)
1particule d’affirmation;
certes, assurément ; se joint;
1 à un verbe : ἄγε μήν IL allez donc ! oui, allez !;
2 à un mot interrog. : πῶς μήν ; comment donc ? τί μήν ; quoi donc ? pourquoi donc ?;
3 à une autre particule : ἀλλὰ μήν, mais vraiment, mais en effet ; γε μήν, certes en vérité ; ἦ μήν, ἦ μάν dor., ἦ δὴ μάν, oui certes, oui vraiment ; chez les Trag. pour appeler l’attention sur un personnage qui entre, en scène : et tenez, justement voici, etc. ; dans le dialogue : et de plus, et en outre ; dans les réponses pour exprimer l’assentiment : καὶ μήν γε, oui certes, en vérité ; οὐ μήν, οὐ μάν, μὴ μήν, non certes, non cependant, cependant… ne pas ; οὐ μὴν ἀλλά (v. ἀλλά).
2μηνός (ὁ) :
mois : τοῦ μηνός XÉN chaque mois ; μηνὸς ἱσταμένου, ἐνεστῶτος μηνός, au commencement du mois (les 10 premiers jours), μηνὸς μεσοῦντος, le milieu du mois (du 11 au 20) ; μηνὸς φθίνοντος ou ἀπιόντος, la fin du mois (du 20 à la fin, en comptant à rebours) : μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος THC ou simpl. δεκάτῃ ἀπιόντος DÉM le 4ᵉ, le 10ᵉ jour de la dernière période du mois, càd le 27, le 21 ; abs. τελευτῶντος τοῦ μηνός THC à la fin du mois en gén. ; pour marquer une durée d’un ou plusieurs mois, on emploie μήν à l’acc. : ἐνα μῆνα IL durant un mois ; τρεισκαίδεκα μῆνας IL durant treize mois.
Étymologie: R. Ma, mesurer ; cf. μέτρον, lat. mensis.
English (Autenrieth)
asseverative particle, indeed, in truth, verily, cf. μάν and μέν (2). μήν regularly stands in combination with another particle (καὶ μήν, ἦ μήν, οὐ μήν), or with an imperative like ἄγε, Il. 1.302.
μηνός: month, Il. 19.117.;;: see μείς.
English (Slater)
μήν, μείς (μείς, μηνός, μηνί; μηνῶν.)
1 month μηνός τέ οἱ τωὐτοῦ τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε (O. 13.37) κυρίῳ δ' ἐν μηνὶ (O. 6.32) ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων (μεὶς ἐπιχώριος ὁ Δελφίνιος μὴν καλούμενος, καθ' ὃν τελεῖται Ἀπόλλωνος ἀγὼν Ὑδροφόρια καλούμενος. Σ: in Aigina) (N. 5.44) νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις (ποικίλα Hartung: ποικίλων codd.) (I. 4.18) ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (Pae. 2.75)
English (Strong)
a stronger form of μέν; a particle of affirmation (only with ἦ); assuredly: + surely.
a primary word; a month: month.
English (Thayer)
genitive μηνός, ὁ (with the Alex. the accusative μηναν, ἄρσην, at the end); (from Homer down);
1. a month: the time of new moon, new moon (barbarous Latin novilunium: after the use of the Hebrew חֹדֶשׁ, which denotes both a 'month' and a 'new moon,' as in Lightfoot compares Psalm 81:4>)); (others refer the passage to 1 (see Meyer at the passage)).
English (Thayer)
(Prtcl) (from Homer down)), a particle of affirmation, verily, certainly, truly (ἤ μήν, see under ἤ at the end.
Greek Monotonic
μήν: ὁ, γεν. μηνός, δοτ. πληθ. μησί· Ιων. ή Αιολ. μείς, βλ. αυτ.
1. μήνας, σε Όμηρ. κ.λπ.· στα πρώιμα χρόνια ο μήνας διαιρούνταν σε δύο μέρη, την αρχή και την εκπνοή (μὴν ἱστάμενος και μὴν φθίνων), σε Ομήρ. Οδ.· η Αττ. διαίρεση γινόταν σε τρεις δεκάδες (δεκαήμερα), μὴν ἱστάμενος (επίσης, ἀρχόμενος ή εἰσιών), μεσῶν και φθίνων (ή ἀπιών)· η τελευταία διαίρεση προσμετριόταν προς τα πίσω, μηνὸςτετάρτῃ φθίνοντος, την τέταρτη ημέρα από το τέλος του μήνα, σε Θουκ.· Μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος, δηλ. την 21η ημέρα, σε Δημ.· κάποιες φορές όμως προσμετριόταν προς τα εμπρός, όπως, τῇ τρίτῃ ἐπ' εἰκάδι, την εικοστή τρίτη ημέρα, κ.λπ.· ἐκείνου τοῦ μηνός, κατά τη διάρκεια εκείνου του μήνα, σε Ξεν.· κατὰμῆνα, μηνιαίως, σε Αριστοφ.· ομοίως, τοῦ μηνὸς ἑκάστου, στον ίδ.· ή τοῦ μηνὸς μόνο, κατά μήνα, μηνιαίως, στον ίδ.
2. μηνίσκος, στον ίδ.
• μήν: σε Δωρ. και Επικ. μάν, μόριο που χρησιμ. για να ενισχύει καταφάσεις, Λατ. vero, πράγματι, όντως·
I. ειλικρινά, αληθινά, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. μετά από άλλα μόρια.
1. ἦ μήν, όπως το ἦ μέν (όπου το μήν είναι απλώς ισχυρότερος τύπος), αλήθεια τώρα, εντελώς σίγουρα, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., λέγεται για να εισαγάγει έναν όρκο (μια ομωτική φράση), με απαρ. ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. καὶ μήν, εισάγει στο λόγο κάτι νέο ή εξαιρετικό· καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον, σε Ομήρ. Οδ.· στους δραματικούς ποιητές, επισημαίνει την είσοδο ενός προσώπου στη σκηνή, και κοιτάξτε... ιδού έρχεται...· το ίδιο για νέα γεγονότα ή επιχειρήματα, σε Τραγ., Δημ.
3. ἀλλὰ μήν, αλλά πράγματι, Λατ. verum enimvero, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
4. όχι βεβαίως, στ' αλήθεια όχι, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
III. μετά από ερωτημ. λέξεις, κυρίως λαμβάνει κάπως μια αντικειμενική ισχύ, τί μήν; quid vero? τι συμβαίνει λοιπόν; δηλ. βεβαίως, φυσικά και έτσι, σε Αισχύλ. κ.λπ.· τί μήν οὐ; λοιπόν, γιατί όχι; σε Ευρ.· πῶς μήν; λοιπόν, μα πώς...; σε Ξεν.
IV.αρκετά όμοιο με το μέντοι, Λατ. tamen, οὐ μὴν ἄτιμοι τεθνήξομεν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μήν:
I дор. μάν (ᾱ) (intens. к μέν)
1) (да, ну) … же: ἄγε μ. πείρησαι Hom. да приди же и попробуй; ἕπεο μ., ἕπεο Soph. следуй же, следуй (за мной); ὅρα γε μ. Soph. да ты посмотри;
2) ведь, же (ἦ μ. καὶ νέος ἐσσί Hom.): καὶ μ. τόγε τῶν ζῴων γένος ἐκ τῶν αὐτῶν τούτων φύεται Plat. да ведь и род животных возникает от тех же причин; τί μ.; Plat. а как же?; τί μ. οὐ; Eur. а почему же нет?; πῶς μ.; Xen. как же?, почему же?; τίνος μ. ἕνεκα; Xen. так для чего же?; ποῦ μ.; Plat. а где же?;
3) поистине, действительно, в самом деле (ἦ μ. ἐγὼ ἔπαθόν τι τοιοῦτον Plat.): οὐ μ. οἱ τόγε κάλλιον Hom. нет (право же), так не годится;
4) (и) вот (καὶ μ. Τάνταλον εἰσεῖδον Hom.): ὅδε μ. Αἵμων Soph. но вот (идет) Гемон;
5) (ну) конечно: ἀλλ᾽ ἢν ἐφῇς μοι … - Καὶ μ. ἐφίημι Soph. но если ты позволишь мне … - Ну конечно, позволяю;
6) (= μέντοι) все же, однако, тем не менее: ταῦτα μέν ἐστιν ἄτοπα, δηλοῖ μ. … Plat. это, правда, странно, но тем не менее доказывает …; γε μ., οὐ μ. … γε и οὐ μ. οὐδέ Thuc. etc. тем не менее, однако.
II дор. μάν (ᾱ), эол.-ион. μείς, gen. μηνός ὁ (дор. dat. pl. μασί)
1) месяц: τοῦ μηνός Xen., ἑκάστου μηνός Plat., τοῦ μηνὸς ἑκάστου Arph. и κατὰ μῆνα (ἕκαστον) или κατὰ μῆνας Plat. каждый месяц, ежемесячно; δεκάτῳ μηνὸς ἐν κύκλῳ Eur. когда наступил десятый месяц: μηνὸς ἱσταμένου Hom., Thuc.; в начале месяца (т. е. в течение первой его декады); μηνὸς μεσοῦντος Thuc. в середине месяца (т. е. во второй его декаде); μηνὸς φθίνοντος или ἀπιόντος Hom., Dem.; в конце месяца (т. е. в третьей его декаде); μηνὸς τετάρτῃ φθίνοντος Thuc. в четвертый (с конца) день последней декады (т. е. 27-го числа; дни считалась с конца только в третьей декаде); δεκάτῃ ἀπιόντος (sc. μηνός) Dem. в десятый (с конца) день последней декады (т. е. 21-го числа); τῇ τρίτῃ ἐπ᾽ εἰκάδι Dem. 23-го числа; ἕνα μῆνα Hom. в течение одного месяца; μηνῶν φθινόντων Hom. по истечении месяцев (года), т. е. по прошествии года; πλήθει πολλῶν μηνῶν Soph. по прошествии многих-многих месяцев; μῆνες ἐμβόλιμοι Her. вставные месяцы (вводившиеся через год для уравнения лунного года с солнечным); οἱ κατὰ μῆνα σχηματισμοί Arst. месячные фазы (луны);
2) (= μηνίσκος) луночка, серповидный козырек или навес Arph.;
3) pl. календарь (μῆνας οἱ Σαβῖνοι τοὺς Ῥωμαίων ἐδέξαντο Plut.).
Frisk Etymological English
1
Grammatical information: pcle
Meaning: confirming particle, honestly, certainly, true (Il.).
Other forms: Dor. Aeol. μάν.
Origin: IE [Indo-European] [966] *sme really, true
Etymology: Generally connected with the stressing Skt. sma, smā; so IE *sme? From μήν the functionally identical and meaning-related μέν really, true can hardly be separated. It must have had then, as with δή-δέ (s. vv.) a vowel shortening, as a result of weakening of its function, which from the epic and Ionic science (?) came to Attic and the other dialect-areas. Leumann Mus. Helv. 6, 85ff. ( = Kl. Schr. 229ff.); extensively on μήν Schwyzer-Debrunner 569f. Cf. μά.
2
Grammatical information: m.
Meaning: month (Il.), also moon-sickle (Ion., Ar., Att. inscr., Thphr.).
Other forms: also Att. μείς, Dor. μής, El. μεύς, gen. μηνός, Aeol. μῆννος.
Compounds: Compp., e.g. μηνο-ειδής with the form of a moonsickle (IA.), PN Μηνό-δωρος, also μηνί-αρχος, -άρχης m. monthly commander (pap. IVa; after ταξί-αρχος a. o.); ἠλιτό-μηνος missing the month (T118; cf. s. v.), ἐπι-μήν-ιος lasting a month, montly (IA.; hypostasis); on -μην- as 2. member Sommer Nominalkomp. 55ff.
Derivatives: μήν-η month (Il.; like σελήνη, cf. Güntert Reimwortbildungen 220, Risch $35d), -άς id. (E.); μην-ίσκος m. moonsickle, esp. name of several moonsickle-formed objects (Ar., Arist.); μην-ιαῖος a month old, monthly (Hp., LXX, pap.), -ιεῖος monthly (hell. pap.; Chantraine Form. 49 u. 53), μην-αῖος belonging to the month (Orac. ap. Lyd. Mens.; prob. from μήνη); μηνιαστεία f. monthly achievement (pap. IIIp), but cf. Μηνιασταί m. pl. adorers of Μήν (Rhodos); μήνιον n. plantname, peony (Ps.-Dsc.), for the astrological use, Strömberg Pflanzennamen 133.
Origin: IE [Indo-European] [731] *meh₁not, *meh₁n-es-s moon, month
Etymology: From the Aeol. cas. obl., gen. μῆνν-ος for *μηνσ-ος etc., arose an analog. nom. *μηνς, from which with vowelshortening *μενς, through loss of the nasal and comp. lengthening μείς, resp. μής. To μην-ός etc. (with simplification of the νν) arose μήν, after Ζηνός : Ζεύς El. μεύς. -- Beside the obl. stem *μηνσ- < IE *mēns- there was originally in the nom. a disyllabic *mēnōs- with lengthened grade or (with alternating -t-) *mēnōt-, from which came Lith. mė́uo moon, month, Germ., e.g. Goth. menoÞs month. The disyllabic form (with full grade) is seen alo in Lith. mė́es-is month. On monosyllabic *mēns- are based both Lat. mens-is (gen. pl. mens-um) as (with loss of the -n-) Skt. mās- moon, month. The development of the calendrical meaning month was accompanied by the creation of new expressions for monyh (σελήνη, luna etc.). Original connection with meh₁-'measure' (s. μῆτις) because of the role of the moon as time-measure is quite possible. -- Further forms WP. 2,271f., Pok. 731f., W.-Hofmann s. mēnsis, Fraenkel s. meṅ́uo, Scherer Gestirnnamen 61 ff.. On the Greek forms Schwyzer 279f., 286, 515 w. n. 5, 569, Leumann Hom. Wörter 288 n. 41.
Middle Liddell
I. in doric and epic μάν, a Particle used to strengthen asseverations, Lat. vero, verily, truly, Hom., etc.
II. after other Particles,
1. ἦ μήν, like ἦ μέν (μήν being only a stronger form), now verily, full surely, ἦ μὴν καὶ πόνος ἐστίν Il.;—so in attic, to introduce an oath, c. inf., ὄμνυσι δ' ἦ μὴν λαπάξειν Aesch., etc.
2. καὶ μήν, to introduce something new or special, καὶ μὴν Τάνταλον εἰσεῖδον Od.: in dramatic Poets to mark the entrance of a person on the stage, and see…, here comes…; so of new facts or arguments, Trag., Dem.
3. ἀλλὰ μήν, yet truly, Lat. verum enimvero, Aesch., Ar.
4. οὐ μήν, of a truth not, Il., attic
III. after interrogatives, it mostly takes somewhat of an objective force, τί μήν; quid vero? what then? i. e. of course, naturally so, Aesch., etc.; τί μὴν οὐ; well, why not? Eur.; πῶς μήν; well, but how… ? Xen.
IV. much like μέντοι, Lat. tamen, οὐ μὴν ἄτιμοι τεθνήξομεν Aesch.
Frisk Etymology German
μήν: 1.
{mḗn}
Forms: dor. äol. μάν.
Meaning: beteuernde und bekräftigende Partikel, ‘ehrlich, gewiß. allerdings’ (seit Il.).
Etymology : Allgemein mit dem hervorhebenden aind. sma, smā verknüpft; idg. folglich *smā̆. Von μήν kann das funktionsidentische und sinnverwandte μέν wahrlich, zwar, auch rein korrelativisch (neben δέ), schwerlich getrennt werden. Es muß sich dann wie bei δήδέ (s. dd.) um eine infolge Funktionsschwächung eingetretene Vokalkürzung handeln, die vom Epos und der ionischen Wissenschaft aus in das Attische und die anderen Dialektgebiete eindrang. Leumann Mus. Helv. 6, 85ff. ( = Kl. Schr. 229ff.); ausführlich über μήν Schwyzer-Debrunner 569f. n.. Lit. Vgl. μά.
Page 2,227
2.
{mḗn}
Forms: ep. ion., auch att. μείς, dor. μής, el. μεύς, Gen. μηνός, äol. μῆννος usw.
Grammar: m.
Meaning: Monat (seit Il.), auch ‘Mondsichel (Ar., att. Inschr., Thphr.).
Composita : Kompp., z.B. μηνοειδής mondsichelformig (ion. att.), PN Μηνόδωρος, auch μηνίαρχος, -άρχης m. monatlicher Befehlshaber (Pap. IVa; nach ταξίαρχος u. a.); ἠλιτόμηνος den Monat verfehlend (T118 u.a.; vgl. s. v.), ἐπιμήνιος einen Monat dauernd, monatlich (ion. att.; Hypostase); ausführlich über -μην- als Hinterglied Sommer Nominalkomp. 55ff.
Derivative: Wenige Ableitungen. μήνη Mond (ep. poet. seit Il.; wie σελήνη, vgl. Güntert Reimwortbildungen 220, Risch ̨ 35d), -άς ib. (E. in lyr.); μηνίσκος m. Mondsichel, bes. Bez. verschiedener mondsichelförmiger Gegenstände (Ar., Arist. usw.); μηνιαῖος einen Monat alt, monatlich (Hp., LXX, Pap. usw.), -ιεῖος monatlich (hell. Pap. u.a.; Chantraine Form. 49 u. 53), μηναῖος zum Mond gehörig (Orac. ap. Lyd. Mens.; wohl von μήνη); μηνιαστεία f. monatliche Leistung (Pap. IIIp), aber vgl. Μηνιασταί m. pl. Verehrer des Μήν (Rhodos); μήνιον n. Pflanzenname, Päonie (Ps.-Dsk.), wegen der astrologischen Verwendung, Strömberg Pflanzennamen 133.
Etymology : Aus den äol. Cas. obl., Gen. μῆννος für *μηνσος usw., ergab sich analogisch ein Nom. *μηνς, woraus mit Vokalkürzung *μενς, durch Schwund des Nasals und Ersatzdehnung μείς, bzw. μής. Zu μηνός usw. (mit Vereinfachung des νν) entstand μήν, nach Ζηνός : Ζεύς el. μεύς. — Dem obl. Stamm *μηνσ- aus idg. *mēns- stand ursprünglich im Nom. ein zweisilbiges dehnstufiges *mēnōs- oder (mit alternierendem -t-) *mēnōt- gegenüber, woraus lit. mė́nuo Mond, Monat, germ., z.B. got. menoþs Monat. Die zweisilbige Form (mit Hochstufe) ist auch in lit. mė́nes-is Monat vorhanden. Auf einsilbigem *mēns- fußen sowohl lat. mens-is (Gen. pl. mens-um) wie (mit Schwund des -n-) aind. mās- Mond, Monat usw. Die Entwicklung der kalendarischen Bed. Monat ging mit Schöpfung neuer Ausdrücke für Mond (σελήνη, luna usw.) Hand in Hand. Ursprüngliche Beziehung zu mē-’messen’ (s. μῆτις) wegen der Rolle des Monds als Zeitmesser ist sehr wohl denkbar. — Weitere Formen mit überreicher Lit. WP. 2,271f., Pok. 731f., W.-Hofmann s. mēnsis, Fraenkel s. mė́nuo, Scherer Gestirnnamen 61 ff. usw. Zu den griech. Formen Schwyzer 279f., 286, 515 m. A. 5, 569, Leumann Hom. Wörter 288 A. 41, ebenfalls m. Lit.
Page 2,227-228
Chinese
原文音譯:m»n 門
詞類次數:名詞(18)
原文字根:月
字義溯源:月*,月分
同源字:1) (μήν2)月 2) (νεομηνία / νουμηνία)新月之慶 3) (τετράμηνος)四個月 4) (τρίμηνος)三個月
出現次數:總共(18);路(5);徒(5);加(1);雅(1);啓(6)
譯字彙編:
1) 月(17) 路1:24; 路1:26; 路1:36; 路1:56; 路4:25; 徒7:20; 徒18:11; 徒19:8; 徒20:3; 徒28:11; 雅5:17; 啓9:5; 啓9:10; 啓9:15; 啓11:2; 啓13:5; 啓22:2;
2) 月分(1) 加4:10
原文音譯:m»n 門
詞類次數:質詞(1)
原文字根:在內 平順
字義溯源:必定,確定,果然,必然,必,然的;源自(μέν)*=確定,當然)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 然的(1) 來6:14