αποστερώ

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποστερῶ, -έω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.