φιλοθεάμων
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, A fond of seeing, fond of shows or spectacles, Pl.R.476a, 476b, Ph.1.38, al.; c. gen., ἀθλητῶν φ. Luc.Herod.8; generally, τὸ φ. Plu.2.704e. 2 fond of contemplating, τῆς ἀληθείας Pl.R.475e; μαθηματικῶν εἰδῶν Iamb.Comm. Math.20: abs., contemplative, Plot.3.8.4.
German (Pape)
[Seite 1280] ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληθείας 475 e; καὶ φιλομαθής Plut. Pericl. 1, oft.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· μετὰ γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.
Étymologie: φίλος, θεάομαι.
Greek Monolingual
-έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. -έαμον, Ν
(λόγιος τ.) αυτός του οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοθεάμον
η αγάπη για τα θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι)].
Greek Monotonic
φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, αυτός που αγαπά τα θεάματα, αυτός που αγαπά τις επιδείξεις, τις παραστάσεις, τις θεάσεις, σε Πλάτ.· με γεν., φιλοθεάμων τῆς ἀληθείας, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοθεάμων: 2, gen. ονος (ᾱ) любящий созерцать, жаждущий (лично) видеть (φ. καὶ φιλομαθής Plut.): φ. τῆς ἀληθείας Plat. жаждущий увидеть истину.
Middle Liddell
φῐλο-θεά¯μων, ον,
fond of seeing, fond of shows, plays or spectacles, Plat.; c. gen., φ. τῆς ἀληθείας Plat.