προσεπιλέγω
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
English (LSJ)
A say still further, τοῖς εἰρημένοις Thphr.CP1.21.7; ὅτι Plb.21.24.14, cf. Phld.Lib. p.50 O. II Med., pick out or choose besides, D.S.19.6.
German (Pape)
[Seite 761] (s. λέγω), noch dazu sagen, hinzusetzen, Pol. 22, 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιλέγω: λέγω ἔτι περαιτέρω, τοῖς εἰρημένοις Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 21, 7, Πολύβ. 22. 7, 14, κτλ. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω, ἐκλέγω προσέτι, Διόδ. 19, 6.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΑ ἐπιλέγω
νεοελλ.
(μόνο μέσ.) προσεπιλέγομαι
παρονομάζομαι, τιτλοφορούμαι επί πλέον, προσεπικαλούμαι
αρχ.
1. λέω κάτι επιπροσθέτως, προσθέτω κάτι στον λόγο μου («προσεπέλεγον ὅτι πᾱν ὑπομενοῦσιν, εἰ πάντως τοῦτο κέκριται Ῥοδίοις», Πολ.)
2. μέσ. παίρνω, επιλέγω περισσότερα («ταῖς προαιρέσιν εὐθετωτάτων πρὸς τὴν κατάλυσιν τῆς δημοκρατίας προσεπελέξατο», Διόδ.).
Russian (Dvoretsky)
προσεπιλέγω: λέγω III] сверх того говорить, добавлять к сказанному Polyb.