ἀδεκάστως
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec intégrité.
Étymologie: ἀδέκαστος.
Spanish
íntegra, imparcial, desinteresadamente
Russian (Dvoretsky)
ἀδεκάστως: беспристрастно (ἐξηγεῖσθαι προσέχοντα Luc.).