ἀλαβαρχία
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
[ᾰλ], ἡ A office of ἀλαβάρχης, J.AJ20.7.3; also ἐξ ἀλαβαρχείης AP11.383 (Pall.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾰβαρχία: [ᾰλ], ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀλαβάρχου, Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 20. 7, 3· ἐξ ἀλαβαρχίης [ῑ], Ἀνθ. Π. 12. 383.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge d’ἀλαβάρχης.
Spanish (DGE)
(ἀλᾰβαρχία) -ας, ἡ
• Alolema(s): ἀλαβαρχείη AP 11.383 (Pall.)
• Prosodia: [ᾰ-]
función de administrador general de impuestos I.AI 20.147, AP l.c.
Greek Monolingual
ἀλαβαρχία, η (Α) ἀλαβάρχης
το αξίωμα του αλαβάρχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαβαρχία -ας, ἡ, Ion. ἀλαβαρχείη, ambt van alabarch (belastinginspecteur in Alexandrië).