περισσῶς

From LSJ
Revision as of 09:30, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
I. au delà de la mesure, supérieurement, à un plus haut degré;
II. p. suite
1 magnifiquement;
2 singulièrement;
Cp. περισσοτέρως, att. περιττοτέρως, περισσότερον.
Étymologie: περισσός.

English (Strong)

adverb from περισσός; superabundantly: exceedingly, out of measure, the more.

English (Thayer)

(περισσός, which see), adverb, beyond measure, extraordinarily (Euripides; equivalent to magnificently, Polybius, Athen.); equivalent to greatly, exceedingly: ἐκπλήσσεσθαι, κράζειν, G L T Tr WH in ἐμμαίνεσθαι, Acts 26:11.

Greek Monotonic

περισσῶς: επίρρ. βλ. περισσός Β.

Russian (Dvoretsky)

περισσῶς: атт. περιττῶς
1) чрезвычайно, необыкновенно, особенно (θεοσεβέες π. ἐόντες Her.): οὐδὲν περιττότερον τῶν ἄλλων πραγματεύεσθαι Plat. не делать ничего особенного по сравнению с другими; περιττότατα πάντων Arst. самое замечательное; π. ἔκραζον NT они громко закричали;
2) прекрасно, отлично: περιττότερον ὁρᾶν Luc. лучше видеть;
3) пышно, богато (θάψαι τινά Her.; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Polyb.).

Middle Liddell

[v. περισσός B.]

Chinese

原文音譯:terissîj 胚里所士
詞類次數:副詞(3)
原文字根:關於(超越)地
字義溯源:分外,多,更多,更大,更是,更加,極力,越發,好的多,甚至;源自(περισσός)=極多的); (περισσός)出自(περί / περαιτέρω)=經由,周圍,有關), (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。註:聖經文庫將編號 (περισσότερον) (περισσῶς)合併在編號 (περισσοτέρως)中
出現次數:總共(4);太(1);可(2);徒(1)
譯字彙編
1) 分外(2) 可10:26; 徒26:11;
2) 極力的(2) 太27:23; 可15:14

English (Woodhouse)

excessively, overmuch, more than enough, too much

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search