ἑσπέριος

From LSJ
Revision as of 09:08, 31 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " usu. " to " usually ")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑσπέριος Medium diacritics: ἑσπέριος Low diacritics: εσπέριος Capitals: ΕΣΠΕΡΙΟΣ
Transliteration A: hespérios Transliteration B: hesperios Transliteration C: esperios Beta Code: (espe/rios

English (LSJ)

α, ον, and ος, ον E.HF 395 (lyr.): (ἕσπερος): I of time, towards evening, Hom., especially in Od., usually with Verbs, ἑ. δ' εἰς ἄστυ.. κάτειμι Od.15.505; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει 2.385; ἀπονέεσθαι ἑ. 9.452; ἑ. φλέγεν Pi.N.6.38; ἑσπερίῃσι (sc. ὥραις) at eventide, Opp.C.1.138, cf. Man.2.422; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arist.HA619b21 (v. ἀκρέσπερος); ἑσπέριαι ἀοιδαί songs sung at even, Pi.P.3.19 : in late Prose, ἑσπέριος [γένεσις] Vett.Val. 72.21. II of place, western, ἠὲ πρὸς ἠοίων ἦ ἑ. ἀνθρώπων Od.8.29, cf. E.l.c.; ἔριφοι Theoc.7.53; ἅλς Arat.407, cf. Call.Fr.443; τὰ ἑσπέρια = the western parts, Th.6.2, Plu.Ant.30; ἀφ' ἑσπερίης (sc. χώρης) from the west, IG14.1020. IIIἙσπέριος, ὁ, = Ἕσπερος, the star, Gal. 17(1).16. (ϝεσπ-, cf. ϝεσπάριοι, of the Western Locrians, IG9(1).334 (v B. C.), Lat. vesper.)

German (Pape)

[Seite 1043] auch 2 Endgn, wie Eur. Herc. f. 395, Strab. III, 150 u. a. Sp.; abendlich, ἀοιδαί Pind. P. 3, 19; ἑσπέριος ἦλθεν, zu Abend, Abends kam er, Od. 9, 336. 15, 505; ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει, er ließ sie Abends zusammenkommen, 2, 385; ἑσπέριος φλέγεν Pind. N. 6, 39; ἀνατολαί Plat. Tim. Locr. 96 e; sp. D., wie ἑσπέριος κεῖνός γε τελεῖ τά κεν ἦρι νοήσῃ Callim. Iov. 87. – Von der Himmelsgegend, westlich, ἠὲ πρὸς ήοίων ἢ ἑσπ ερίων ἀνθρώπων Od. 8, 29; Eur. Herc. Fur. 395; ἡ ἑσπερία θάλασσα u. ä., Sp.; τὰ ἑσπέρια, die Westgegend, Plut. Ant. 30; der Westen, Luc. Hermot. 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἑσπέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 395· (ἕσπερος)· ἀντίθ. τῷ ἡοῖος, ἑῷος· Ι. ἐπὶ χρόνου, πρὸς ἑσπέραν, κατὰ τὸ βράδυ, τὴν ἑσπέραν, Ὅμ., ἰδίως ἐν τῇ Ὀδ., κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ ῥήματος, ἑσπέριος δ’ εἰς ἄστυ... κάτειμι Ὀδ. Ο. 505· ἑσπέριος ἦλθεν Ι. 336· ἑσπερίους ἀγέρεσθαι ἀνώγει Β. 385· ἀπονέεσθαι ἑσπ. Ι. 452, πρβλ. Β. 357, Ξ. 344· ἑσπ. φλέγεν Πινδ. Ν. 6. 66: _ ἑσπερίῃσι (δηλ. ὥραις), κατὰ τὰς ἑσπερινὰς ὥρας, Ὀππ. Κυν. 1. 138, Μανέθων 2. 422· ἄχρι ἑσπερίου (ἐξυπ. χρόνου) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 34, 1· - περὶ τοῦ ἑσπ. ἀοιδαί, ἴδε ἐν λέξ. ὑποκουρίζομαι. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, ὁ πρὸς δυσμάς, δυτικός, Λατ. occidentalis, πρὸς... ἑσπερίων ἀνθρώπων Ὀδ. Η. 29, πρβλ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἔριφοι Θεόκρ. 7. 53· ἃλς Ἄρατ. 407, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 443· τὰ ἑσπ., τὰ δυσμικὰ μέρη, Θουκ. 6. 2, Πλούτ. Ἀντών. 30· ἀφ’ ἑσπερίης (ἐξυπακ. χώρης), ἐκ δυσμῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6012c.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 du soir, qui a lieu ou se produit le soir, qui fait qch le soir;
2 de la région du couchant, occidental ; τὰ ἑσπέρια les pays situés à l’ouest, le couchant, l’occident, l’ouest.
Étymologie: ἕσπερος.

English (Autenrieth)

(ϝέσπερος): in the evening, Il. 21.560, Od. 9.336; of the West, Od. 8.29.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἑσπέριος, -ία, -ον και -ος, -ον) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπερινός
2. αυτός που βρίσκεται δυτικά, ο δυτικός
3. το θηλ. ως ουσ.ἑσπερία
η χώρα που βρίσκεται δυτικά της Ελλάδας, η δυτική Ευρώπη
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η εσπερία α) ζωολ.
γένος σπόγγων της οικογένειας τών δεσμακιδονιδών
β) εντομολ.
γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας τών εσπεριδών.

Greek Monotonic

ἑσπέριος: -α, -ον και -ος, -ον (ἕσπερος),·
I. λέγεται για χρόνο, το βραδάκι, κατά το σούρουπο, σε Όμηρ.· ἑσπέριος ἦλθεν, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.
II. λέγεται για τόπο, δυτικός, Λατ. occidentalis, στον ίδ., Ευρ.· τὰ ἑσπ., τα δυτικά μέρη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἑσπέριος: и
1) вечерний (ἀοιδαί Pind.): ἑ. εἰς ἄστυ κάτειμι Hom. вечером я вернусь в город; ἄχρι ἑσπερίου (sc. χρόνου) Arst. до вечера;
2) западный: ἑσπέριοι ἄνθρωποι Hom. западные народы.

Middle Liddell

ἕσπερος
I. of time, at even, at eventide, Hom.; ἑσπέριος ἦλθεν Od., etc.
II. of place, western, Lat. occidentalis, Od., Eur.; τὰ ἑσπ. the western parts, Thuc.