δῖνος
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
English (LSJ)
ὁ, A like δίνη, whirling, rotation, such as Anaxagoras held to be the effect of νοῦς as the regulator of the Universe, Clem.Al.Strom.2.14 (pl.); personified, Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς Ar.Nu.828: generally, ὁ τοῦ κοσκίνου δ. Democr.164; σφενδόνης δ. Onos.17. 2 eddy, whirlpool, Epicur.Ep.2pp.38,47U., Arist.Pr.932a5, Plu.2.404f; δ. ἀπὸ τοῦ παντὸς ἀποκριθῆναι παντοίων εἰδέων Democr.167: metaph., δῖνοι ἡδυλόγου σοφίης cj. in Timo 67.4. 3 a dance, Hdn.Gr.2.492, Eust.1166.10. II vertigo, Hp.VC11. III round threshing-floor, Telesill.7, cj. in X.Oec.18.5. IV round goblet, Ar.V.618, IG11(2).110 (Delos, iii B. C.), al. (cf. δεῖνος, which is freq. v.l. and is found in puns with δεινός, Apolloph.1, Arched.1.4).
German (Pape)
[Seite 631] ὁ, 1) = δίνη, Wirbel; αἰθέριος Ar. Nub. 379; Schwindel, Hippocr, vgl. σκοτοδινία; – eine Art Tanz, Schol. Il. 3, 391. – 2) nach Eust. u. E. M. ein Werkzeug der Drechsler, u. dah. ein großes rundgedrebtes Trinkgefäß, Ar. Vesp. 618, nach dem Schol. ἀγγεῖόν τι κεράμειον οἴνου, στρογγύλον κάτω; vgl. Ath. XI, 467 d, wo δεῖνος steht, Bei den Kyrenäern auch ποδονιπτήρ. – 3) die runde Dreschtenne, Ath. a. a. O., Ael. H. A. 2, 25, wie auch Xen. Oec. 18, 5 für δεινός zu schreiben; denn in den VLL. ist oft δεινέω u. ä. wegen des langen ι geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
δῖνος: ὁ, ὡς τὸ δίνη, περιδίνησις, περιστροφή, ἣν κατὰ τὸν Ἀναξαγόραν ἐνεποίησεν ὁ νοῦς, ὁ ῥυθμιστὴς τοῦ σύμπαντος, Κλήμ. Ἀλ. 435· τοῦτο ὑπαινιττόμενος ὁ Ἀριστοφ. λέγει ἐν Νεφ. 828, Δῖνος βασιλεύει, τὸν Δί’ ἐξεληλακώς, πρβλ. 380· πρβλ. Grote Πλάτων· 1. 59. 2) στρόβιλος, Ἐπικ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 105· -χορὸς ὅμοιος πρὸς τὸ νεώτερον waltz, Εὐστ. 1166. 10, Ἡσύχ. ΙΙ. σκοτοδινία, σκότωσις, Λατ. vertigo, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903. ΙΙΙ. ὁ κυκλοτερὴς χῶρος, ἐν ᾧ οἱ βόες ἡλώνιζον τὸν σῖτον, ἁλώνιον, Τελέσιλλα 2 Bgk., Ξεν. Οἰκ. 18, 5· πρβλ. Ruhnk. Ep. Cr. σ. 179. IV. μέγα στρογγύλον ποτήριον (γραφόμενον ὡσαύτως καί δεῖνος), Ἀριστοφ. Σφηξ. 618· παρὰ τοῖς Κυρηναίοις = ποδανιπτήρ, Ἀθήν. 467Ε.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. tournoiement :
1 tourbillon de vent;
2 tourbillon d’eau, remous;
3 vertige circulaire;
4 aire à battre le grain;
II. objet tourné :
1 vase à boire;
2 mot cyrénéen c. ποδονιπτήρ.
Étymologie: δίνη.
Greek Monolingual
ο (Α δῑνος)
ο ψυκτήρας, ο σπειροειδής σωλήνας του αποστακτικού λέβητα
αρχ.
1. δίνη, κυκλική κίνηση
2. στρόβιλος
3. είδος χορού
4. ίλιγγος, ζάλη
5. αλώνι
6. πήλινο αγγείο για κρασί, δείνος
7. τόρνος
8. η περιστροφή την οποία έδωσε ο Νους στον κόσμο κατά τον Αναξαγόρα
9. φρ. «Δῑνος βασιλεύει τὸν Δί' ἐξεληλακώς» — βασιλεύει ο Δίνος (με διπλή σημασία: α. ο Δίνος του Αναξαγόρα
β. ο ίλιγγος, η ζαλάδα)
10. πήλινο αγγείο κατάλληλο για την ψύξη του κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δίνη.
Greek Monotonic
δῖνος: ὁ,
I. περιστροφή, στροβιλισμός, σε Αριστοφ.
II. κυκλική περιοχή, όπου τα βόδια αλώνιζαν το σιτάρι, αλώνι, σε Ξεν.
III. μεγάλο στρογγυλό κύπελλο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δῖνος: ὁ
1) вращение, кружение (οἱ δῖνοι τῶν ἅμα κύκλῳ καταφερομένων σωμάτων Plut.);
2) водоворот (δῖνοι ἐν θαλάττῃ Arst. и θαλάττης Diog. L.);
3) вихрь (τοῦ πνεύματος Arst.);
4) круглая площадка для молотьбы, ток (ὁμαλίζειν τὸν δῖνον Xen.);
5) круглый сосуд для питья Arph.
Middle Liddell
δῖνος, ὁ, n
I. a whirling, rotation, Ar.
II. a round area, where oxen trod out the corn, a threshing-floor, Xen.
III. a large round goblet, Ar.