χρυσοχίτων

From LSJ
Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοχίτων Medium diacritics: χρυσοχίτων Low diacritics: χρυσοχίτων Capitals: ΧΡΥΣΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chrysochítōn Transliteration B: chrysochitōn Transliteration C: chrysochiton Beta Code: xrusoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, A in coat of gold, gold-robed, θήβα Pi.Fr.195; Λυδοί Pisand. ap. Lyd.Mag.3.64; with rind of gold, ἐλάη AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1383] ωνος, mit, in goldenem Kleide, goldener Schaale, Rinde; Θήβα Pind. frg. 207; ἐλάη Philp. Thess. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ χρυσοῦν περιβεβλημένος χιτῶνα, Θήβη Πινδ. Ἀποσπ. 207· ἔχων φλοιὸν χρυσοῦν ἢ χρυσίζοντα, ἐλάη Ἀνθ. Π. 6. 102.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
1 à la tunique d’or;
2 à l’écorce d’or ou d’un jaune d’or.
Étymologie: χρυσός, χιτών.

English (Slater)

χρῡσοχῐτων
   1 with golden tunic εὐάρματε χρυσοχίτων ἱερώτατον ἄγαλμα, Θήβα fr. 195.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. αυτός που φορεί χρυσό χιτώνα («Λυδοὶ χρυσοχίτωνες», Πίνδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει επιφάνεια η οποία χρυσίζει (α. «πέρκην... χρυσοχίτων' ἐλάην», Φίλιππ. Θεσσ.
β. «χρυσοχίτων αἴθουσα», Παύλ. Σιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -χίτων (< χιτών, -ῶνος), πρβλ. σιδηρο-χίτων].

Greek Monotonic

χρῡσοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χρυσό χιτώνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσοχίτων: ωνος (ῐ) adj.
1) в златотканной одежде (Θήβα Pind.);
2) с золотистой корой или листвой (ἐλάη Anth.).

Middle Liddell

χρῡσο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
with coat of gold, Anth.