διασφάλλω

From LSJ
Revision as of 09:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασφάλλω Medium diacritics: διασφάλλω Low diacritics: διασφάλλω Capitals: ΔΙΑΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: diasphállō Transliteration B: diasphallō Transliteration C: diasfallo Beta Code: diasfa/llw

English (LSJ)

A overturn utterly, τὴν τέχνην Luc.Abd.17:—Pass., to fail of, be disappointed of, τινός Aeschin.2.35,3.91, D.S.20.10; τῇ προνοία, ἐν πράξεσι, Plb.5.81.7,4.14.3, cf. Arist.Ath.19.3; πάντα δ. Vett.Val.116.34.

German (Pape)

[Seite 605] verstärktes simplex; τὴν τέχνην Luc. Abdic. 17; διασφαλῆναι τῆς συμμαχίας Aesch. 3, 91; vgl. 2, 35; τῆς ἀληθείας D. Sic. 20, 10.

Greek (Liddell-Scott)

διασφάλλω: ἐντελῶς ἀνατρέπω, ποιῶ τινα παντάπασι σφαλῆναι καὶ ἀποτυχεῖν, τὴν τέχνην Λουκ. Ἀποκηρυττ. 17. - Παθ., ἀποτυγχάνω ἐντελῶς, τινὸς Αἰσχίν. 33. 2., 66. 34, Διόδ. 20. 10.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Pass. διεστάλην;
1 bouleverser profondément, acc.;
2 faire faire fausse route ; Pass. faire fausse route : δ. συμμαχίας ESCHN être frustré d’une alliance, la manquer.
Étymologie: διά, σφάλλω.

Spanish (DGE)

I echar por tierra, hacer fracasar, frustrar τι μικρὸν ἁμάρτημα ... τὴν τέχνην διέσφηλε un pequeño error echó por tierra toda la ciencia ref. a la medicina, Luc.Abd.17
fig. trastornar, alterar δ[ια] σφάλλει νόον el beber Trag.Adesp.90S.
II intr., en v. med.-pas.
1 c. suj. de pers. fracasar en, fallar en, equivocarse en c. gen. διασφαλῆναι τῆς ... συμμαχίας Aeschin.3.91, cf. 2.35, οὐ διεσφάλη τῆς ἐπιβολῆς Plb.3.81.12, cf. 5.36.1, πολὺ δὲ διεσφάλησαν τῆς ἀληθείας D.S.20.10, τῶν ἐλπίδων D.S.15.63, 18.51, c. dat. τῇ προνοίᾳ Plb.5.81.7, c. ἐν y dat. ἔν τε γὰρ τοῖς ἄλλοις οἷς ἔπραττον διεσφάλλοντο Arist.Ath.19.3, ἐν πράξεσι Plb.4.14.3, c. ac. de rel. μὴ πάντα διασφάλλεσθαι Vett.Val.111.13
sin rég. errar, equivocarse σπανίως ἂν διασφάλλοιτο rara vez se equivocaría Plb.6.9.11.
2 c. suj. de abstr. ser falso θεοῦ ἡ φωνὴ ... οὐ διασφαλήσεται Basil.M.31.633A, εἰ μὴ διέσφαλται τὸ ... Didym.M.39.897A, συμβαίνει ... διεσφάλθαι τὸν ὅρον sucede que la definición es falsa Nemes.Nat.Hom.M.40.684C.

Greek Monolingual

διασφάλλω (Α)
1. κάνω κάτι ν' αποτύχει εντελώς
2. διασφάλλομαι, αποτυγχάνω.

Greek Monotonic

διασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, ανατρέπω εντελώς, σε Λουκ. — Παθ., απογοητεύομαι από, τινός, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

διασφάλλω:
1) опрокидывать, разрушать (τὴν τέχνην Luc.);
2) сбивать с пути: διασφαλῆναι τῆς πρός τινα συμμαχίας Aeschin. лишиться союза с кем-л.: διασφαλῆναι τῆς ἀληθείας Diod. уклониться от истины, ошибиться.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σφάλλω tenietdoen:. μικρὸν ἁμάρτημα... τὴν τέχνην διέσφηλε een kleine fout doet onze bekwaamheid teniet Luc. 54.17.

Middle Liddell

fut. -σφᾰλῶ
to overturn utterly, Luc.— Pass. to be disappointed of, τινός Aeschin.