ὑβριστικός

From LSJ
Revision as of 18:35, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)")

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑβριστικός Medium diacritics: ὑβριστικός Low diacritics: υβριστικός Capitals: ΥΒΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hybristikós Transliteration B: hybristikos Transliteration C: yvristikos Beta Code: u(bristiko/s

English (LSJ)

ή, όν,
A hubristic, given to wantonness, insolent, outrageous, of persons, Pl.Cra.396b, etc.; of words, acts, etc., ἔπος Id.Phdr.252b; ὑ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολή Aeschin.3.238; ὑ. διάθεσις Arist.Rh.1385b31; ὑβριστικὰ ἀδικήματα = offences as proceed from wanton insolence, ib.1391a19; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγοντες Pl.Plt.307b; παθὼν ὑ. καὶ δεινά D.45.1; ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκεν Id.17.23: τὸ ὑβριστικόν = an insolent disposition, X.Mem.3.10.5: τὰ Ὑβριστικά, Hybristica, name of a festival at Argos, Plu.2.245e. Adv. ὑβριστικῶς Pl.Chrm.175d, X.Cyr.8.1.33 (v.l.), etc.; ὑβριστικῶς διακεῖσθαι = treat in an insolent way Lys.Fr.53.3: Comp. ὑβριστικώτερον D.22.54.
2 metaph., of vines, wanton, luxuriant, Thphr.CP3.15.4.
II of or relating to an outrage, διήγησις D.H.Dem.11.

German (Pape)

[Seite 1170] zu übermüthiger, frecher Behandlung geneigt, gewaltthätig, übermüthig, frech, muthwillig; ὑβριστικὰ καὶ δεινὰ παθών, Dem. 45, 1; im superl., 17, 23; τὸ ὑβριστικόν, die Neigung zur ὕβρις, im Ggstz von σωφρονητικόν, Xen. Mem. 3, 10, 5; – διήγησις ὑβριστική, Erzählung einer Mißhandlung, D. Hal. de vi Dem. 11. – Adv. ὑβριστικῶς, Xen. Cyr. 8, 1, 33; Plat. Charm. 175 d u. öfter; u. Folgde, wie Pol. 1, 70, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβριστικός: ή, ον, δεδομένος εἰς ὕβριν, θρασύς, αὐθάδης, βίαιος, ἀλαζονικός, ἀχαλίνωτος, ἀκόλαστος, ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Κρατύλ. 396Β, κλπ.· ἐπὶ λόγων, πράξεων κλπ., ἔπος ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 252Β· ὑβρ. καὶ βάρβαρος ἐπιστολὴ Αἰσχίν. 87 ἐν τέλ.· ὑβρ. διάθεσις Ἀριστ. Ρητ. 2. 8. 6· ὑβρ. ἀδικήματα, τὰ προερχόμενα ἐξ ἀκολάστου καὶ αὐθάδους ἀλαζονείας, αὐτόθι 2. 16. 4· ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτικ. 307Β· ὑβρ. καὶ δεινὰ παθεῖν Δημ. 1101. 13· ὃ καὶ ὑβριστικώτατον συμβέβηκε ὁ αὐτ. 218. 6· - τὸ ὑβριστικόν, διάθεσις ὑβριστική, ἀλαζονική, αὐθάδης, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 5· - τὰ ὑβριστικά, ἑορτή τις τῶν γυναικῶν ἐν Ἄργει, Πλούτ. 2. 245Ε. - Ἐπίρρ -κῶς, Πλάτ. Χαρμ. 175D, Ξεν. Κύρ. 8. 1. 33, κλπ.· ὑβριστικῶς διακεῖσθαι πρός τι Λυσίου Ἀποσπ. 31. 3· συγκρ. -ώτερον. Δημ. 610. 1. 2) μεταφορ., ἐπὶ ἀμπέλων, ὀργῶσα πρὸς αὔξησιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 15, 4. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς ὕβριν, διήγησις Διον. Ἁλ. π. Δημ. 11.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à qqe excès :
1 qui s’abandonne à des excès ; τὰ ὑβριστικά PLUT fête des divertissements, à Argos;
2 insolent, arrogant ou violent, fougueux ; τὸ ὑβριστικόν XÉN le penchant à l’insolence ou à la violence;
Sp. ὑβριστικώτατος.
Étymologie: ὑβρίζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῖ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.

Greek Monotonic

ὑβριστικός: -ή, -όν, αυτός που έχει παραδοθεί, επιδοθεί στην ύβρη, αυθάδης, αναιδής, προσβλητικός, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ ὑβριστικόν, αναιδής, αυθάδης, ιταμή διάθεση, σε Ξεν.· επίρρ. -κῶς, σε Πλάτ.· συγκρ. -ώτερον, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὑβριστικός: наглый, высокомерный, дерзкий (ἔπος Plat.; ἐπιστολή Aeschin.). - см. тж. ὑβριστικά и ὑβριστικόν.

Middle Liddell

ὑβριστικός, ή, όν [from ὑβριστής
given to wantonness, wanton, insolent, outrageous, Plat., etc.:— τὸ ὑβριστικόν an insolent disposition, Xen.:—adv. ὑβριστικῶς, Plat.; comp. -ώτερον, Dem.

English (Woodhouse)

impertinent, impudent, incontinent, insolent, insulting, licentious, saucy, shameless, wanton

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)