προσκοτόω

From LSJ
Revision as of 00:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 770] vorher verdunkeln, verfinstern, Pol. 1, 48, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
obscurcir auparavant.
Étymologie: πρό, σκοτόω.

Greek Monotonic

προσκοτόω: μέλ. -ώσω, σκοτεινιάζω από πριν ή καλύπτω ολόγυρα με σύννεφα, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

προσκοτόω: затемнять, окутывать тьмой Polyb.

Middle Liddell

fut. ώσω
to darken or cloud over beforehand, Polyb.