Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.
Α
βλ. σύνολος.
συνόλως: в целом, вообще Isocr.