ἀπεριλάλητος

Revision as of 16:55, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")

English (LSJ)

[λᾰ], ον, A not to be out-talked or without skill in circumlocution, Ar.Ra.839:—cf. Hsch. ἀπεριλάλητον (ἀπεριάλλητον cod.): ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ.

German (Pape)

[Seite 288] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριλάλητος: -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον στόμα, ἀπεριλάλητον, κτλ.· οὕτως ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον (οὕτως ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loquace, bavard.
Étymologie: , περιλαλέω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ref. a Esquilo poco hábil en circunloquios Ar.Ra.839.
2 ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.

Greek Monolingual

ἀπεριλάλητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει τον όμοιο του στην πολυλογία.

Greek Monotonic

ἀπεριλάλητος: -ον (περιλαλέω), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι μετρημένος στα λόγια του, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριλάλητος: которого не переговоришь, тараторящий без умолку Arph.

Middle Liddell

περιλαλέω
not to be out-talked, Ar.