δολιχόσκιος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχόσκῐος Medium diacritics: δολιχόσκιος Low diacritics: δολιχόσκιος Capitals: ΔΟΛΙΧΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: dolichóskios Transliteration B: dolichoskios Transliteration C: dolichoskios Beta Code: dolixo/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά) A casting a long shadow, Homeric epithet of ἔγχος, Il.3.346, etc.: in later Ep. as a general epithet, long, οὐρή Opp.C.1.411; αὐχήν Nonn.D.12.181; far-reaching, ἰός Id.2.612, etc.

German (Pape)

[Seite 655] lang; von ὄσχος, entstanden aus δολιχόσχιος, oder von σκιά, so daß es eigentl. = langschattig wäre. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 3 (lückenhaft) Δολιχόσκιον· ἤτοι μακρὰν σκιὰν ἔχον, ἐξ οὗ τὸ μέγα δηλοῦται. Bei Homer oft δολιχόσκιον ἔγχος accusat. Versende: Iliad. 3, 346. 355. 5, 15. 280. 6, 44. 7, 213 244. 249. 11, 349. 13, 509. 17, 516. 20, 262. 273. 21, 139. 22, 273. 289. 23, 798. 884 Odyss. 19, 438. 22, 95. 24, 519. 522; δολιχόσκιον ἔγχος nominat. Versende Iliad. 5, 616. 16, 801; δολιχόσκιον ἔγχος accusat. mitten im Verse Iliad. 6, 126; μή τις Ἀχαιῶν

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχόσκῐος: -ον, Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ ἔγχος, Ἰλ. Γ. 346. κτλ.· ἀντὶ τοῦ δολιχόσχιος (ὄσχος), ἔχον μακρὸν ξύλον (κοντάρι), πιθανώτερον εἶνε τὸ δολιχόσκιος (σκιά). ἔγχος, τὸ ῥῖπτον μακρὰν σκιάν· - παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γενικ. = μακρός, οὐρὴ Ὀππ. Κ. 1. 411· ἰὸς Νόνν. Δ. 2. 612, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui projette son ombre au loin.
Étymologie: δολιχός, σκιά.

English (Autenrieth)

(σκιή): long-shadowy, casting a long shadow, epithet of the lance.

Spanish (DGE)

(δολῐχόσκιος) -ον
1 que proyecta una larga sombra epít. ép. de ἔγχος Il.6.126, cf. 3.346, 355, 5.280, 7.244, Od.22.97, Blemyom.1
en ép. posterior, simpl. largo οὐρή de la cola del perro de caza, Opp.C.1.411, de la del tigre, Opp.C.3.350, αὐχήν de Ampelo, amante de Dioniso transformado en viña, Nonn.D.12.181.
2 de largo alcance δρακοντείης δ. ἰὸς ἐθείρης el veneno de largo alcance de tu cabellera serpentina de Tifón, Nonn.D.2.612, ῥόδου δ. ὀδμή Nonn.D.11.499.

Greek Monolingual

δολιχόσκιος, -ον (Α)
1. φρ. «δολιχόσκιον ἔγχος» Όμ.
που ρίχνει μακριά σκιά
2. μακρύςδολιχόσκιος οὐρή», «δολιχόσκιος ἰός»).

Greek Monotonic

δολῐχόσκιος: -ον (δολιχός, σκία), επίθ. του ἔγχος, αυτός που ρίχνει μακριά σκιά, μακρύ ίσκιο· ή αντί δολιχόσχιος (ὄσχος), αυτός που έχει μακρύ κοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δολιχόσκιος: отбрасывающий длинную тень (ἔγχος Hom.).

Middle Liddell

δολῐχό-σκιος, ον adj δολιχός, σκία or ὄσχος
epithet of ἔγχος, casting a long shadow; or for δολιχ-όσχιος (ὄσχοσ) long-shafted, Il.

Frisk Etymology German

δολιχόσκιος: {dolikhóskios}
See also: s. δολιχός.
Page 1,407