μυάω

From LSJ
Revision as of 11:50, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠάω Medium diacritics: μυάω Low diacritics: μυάω Capitals: ΜΥΑΩ
Transliteration A: myáō Transliteration B: myaō Transliteration C: myao Beta Code: mua/w

English (LSJ)

(μύω) A compress the lips in sign of displeasure, τί μοι μυᾶτε; Ar.Lys.126 codd., Sch., Suid.; μυᾶτε· σκαρδαμύττετε, Hsch.; cf. μοιμυάω.

German (Pape)

[Seite 213] (vgl. μύω), nach Schol. Ar. Lys. 126 τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα συνάγειν, die Lippen zusammenbeißen; τί μυᾶτε, Ar. a. a. O., erkl. der Schol. σκαρδαμύττεσθε ἢ μυκτηρίζετε, was verzieht ihr den Mund, od. blinzelt ihr, Ausdruck des Mißbehagens, Unwillens. S. μοιμυάω, μοιμύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μυάω: (μύω) συμπιέζωσυνάγω τὰ χείλη μου εἰς ἔνδειξιν δυσαρεσκείας, τί μοι μυᾶτε; Ἀριστοφ. Λυσ. 126, ἔνθα ὁ L. Dind. μοιμυᾶτε, - τὸν τύπον τοῦτον μνημονεύουσιν ὁ Ἡσύχ., Φώτ., καὶ εἶναι διάφ. γραφ. ἐν Πολυδ. Β΄, 90 (ἀντὶ μοιμυλλᾶν)· οὕτω μοιμύλλω καὶ -άω, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ 97, Ἡσύχ., Φώτ., ὁπόθεν ὁ Meineke διορθοῖ μοιμύλλειν ἀντί μοι μῦ λαλεῖν παρὰ τῷ Ἱππώνακτι 35.

Russian (Dvoretsky)

μῡάω: кусать губы (с досады) (τί μοι μυᾶτε - v.l. μοιμυᾶτε - κἀνανεύετε; Arph.).

Frisk Etymological English

See also: s. μύω.

Frisk Etymology German

μυάω: {muáō}
See also: s. μύω.
Page 2,263