συγγνωρίζω

Revision as of 09:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.

Greek Monolingual

Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.

Russian (Dvoretsky)

συγγνωρίζω: разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).