ἀποφοιβάζω

From LSJ
Revision as of 20:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφοιβάζω Medium diacritics: ἀποφοιβάζω Low diacritics: αποφοιβάζω Capitals: ΑΠΟΦΟΙΒΑΖΩ
Transliteration A: apophoibázō Transliteration B: apophoibazō Transliteration C: apofoivazo Beta Code: a)pofoiba/zw

English (LSJ)

A utter by inspiration, ποιήματα ὥσπερ ἀ. Str.14.5.15; foretell, τὰ μέλλοντα D.S.34.2; τὸν λόγον Id.31.10; ταῦτα περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Plb.29.21.7.

German (Pape)

[Seite 335] 1) reinigen, erhellen, Suid. – 2) wahrsagen, Strab. 14 p. 675.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφοιβάζω: χρησμῳδῶ, μαντεύομαι, ταῦτα Δημήτριος, ὡσανεὶ θείῳ τινὶ στόματι περὶ τοῦ μέλλοντος ἀποπεφοίβακεν Πολύβ. 29. 6, 4· προφέρω, ἀπαγγέλλω μετ’ ἐμπνεύσεως, ὁ Διογένης ποιήματα ὥσπερ ἀπεφοίβαζε Στράβ. 675.

Spanish (DGE)

1 componer inspiradamente ποιήματα Str.14.5.15, λόγον D.S.31.10.
2 predecir τὰ μέλλοντα D.S.34.2, cf. Plb.29.21.7, χρησμούς Sch.Theoc.15.63
abs. ὑπό τινι θειοτέρᾳ ἐπιπνοίᾳ ἀποφοιβάσαι Gr.Thaum.Pan.Or.5.62.

Greek Monolingual

ἀποφοιβάζω (AM) φοιβάζω
1. απαγγέλλω χρησμούς, χρησμοδοτώ
2. απαγγέλλω με στόμφο.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφοιβάζω: прорицать Diod.