διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
SourceGerman (Pape)
[Seite 353] ὕπατος, illustrissimus, Christod. 2 (VII, 698 steht ἀειφανής).
Greek (Liddell-Scott)
ἀριφανής: -ές, περιφανής, λίαν πεφημισμένος, ἐσφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ ἀειφανής ἐν Ἀνθ. Π. 7. 698.
Russian (Dvoretsky)
ἀριφᾰνής: достославный (Anth. - v. l. к ἀειφανής).