ὠκύποινος

From LSJ
Revision as of 16:18, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκῠποινος Medium diacritics: ὠκύποινος Low diacritics: ωκύποινος Capitals: ΩΚΥΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: ōkýpoinos Transliteration B: ōkypoinos Transliteration C: okypoinos Beta Code: w)ku/poinos

English (LSJ)

ον, A quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].

Greek Monotonic

ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).

Middle Liddell

ὠκύ-ποινος, ον, ποινή
quickly-avenged, Aesch.