οὐσία
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
Ion. A οὐσίη Hdt.1.92, 6.86.ά, SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.); Dor. ἐσσία, ὠσία (qq.v.): ἡ: (ὀντ-, part. of εἰμί sum):—that which is one's own, one's substance, property, Hdt. ll.cc., S.Tr.911 (s.v.l.), E. HF337, Hel.1253 (pl., Fr.354 (s.v.l.)), Ar.Ec.729, Lys.18.17, Pl.R. 551b, SIGl.c., etc.; opp. τὰ σώματα (civil status), And.1.74; καλῶς… ἐπεμελήθη τῶν οὐσιῶν ὑπὲρ τοῦ δημάρχου BSA24.154 (Attica, iv B.C.); εἰ ἐκεκτήμην οὐ. if I had been a man of substance, Lys.24.11; ὑπὲρ τὴν οὐ. δαπανᾶν Diph.32.7; πατρῴαν οὐ. κατεσθίειν Anaxipp.1.32, cf. Critias 45 D.; φανερὰ οὐσία real property, immovables, And.1.118; opp. ἀφανής, Lys.32.4; freq. of estates in Egypt, PTeb.6.23 (ii B. C., pl.), BGU650.3 (i A. D.), OGI665.30 (i A. D.), etc. II in Philos., like Ion. φύσις (with which it is interchanged in various uses, e. g. Philol. 11, Pl.R.359a, 359b, Arist.PA646a25, Thphr.HP6.1.1), stable being, immutable reality, opp. γένεσις, ὅτιπερ πρὸς γένεσιν οὐσία, τοῦτο πρὸς πίστιν ἀλήθεια Pl.Ti.29c, cf. Sph.232c; ὧν κίνησις γένεσιν παραλαβοῦσα ἀέναον οὐ. ἐπόρισεν Id.Lg.966e; γένεσις μὲν τὸ σπέρμα, οὐ. δὲ τὸ τέλος Arist.PA641b32, cf. 640a18, etc.; ὁδὸς εἰς οὐσίαν Id.Metaph.1003b7: hence, being in the abstract, opp. non-being (τὸ μὴ εἶναι), Pl.Tht.185c. 2 substance, essence, opp. πάθη ('modes'), Id.Euthphr.11a; πάθη οὐσίας Arist.Metaph.1003b7; opp. συμβεβηκότα ('accidents'), Id.APo.83a24, PA643a27; ἡ φύσις [τῆς ψυχῆς] καὶ ἡ οὐσία, εἶθ' ὅσα συμβέβηκε περὶ αὐτήν Id.de An.402a8. 3 true nature of that which is a member of a kind, defined as ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Pl.Phd.65d; as τὸ ὅ ἐστι ib.92d; as τὸ τί ἐστι Arist.APo. 90b30; τὸ εἶναί τε καὶ τὴν οὐ. Pl.R.509b; expressed in a formula or definition, ψυχῆς οὐ. τε καὶ λόγον Id.Phdr.245e; τὸ τί ἦν εἶναι οὗ ὁ λόγος ὁρισμός, καὶ τοῦτο οὐ. λέγεται Arist.Metaph.1017b22; μόνης τῆς οὐ. ἐστὶν ὁ ὁρισμός ib. 1031a1. 4 the possession of such a nature, substantiality, ἔτι ἐπέκεινα τῆς οὐ. πρεσβείᾳ… ὑπερέχοντος Pl.R. 509b. 5 in the concrete, the primary real, the substratum underlying all change and process in nature, applied by Arist. to the atoms of Democritus, Fr.208; to τὰ ἁπλᾶ σώματα Id.Cael.298a29, cf. Metaph. 1017b10; πᾶσαι αἱ φυσικαὶ οὐσίαι ἢ σώματα ἢ μετὰ σωμάτων γίγνονται Id.Cael.298b3, al.; ταὐτὸν σῶμα καὶ οὐσίαν ὁριζόμενοι Pl. Sph.246a; but also, νοητὰ ἄττα καὶ ἀσώματα εἴδη… τὴν ἀληθινὴν οὐσίαν ib.b. 6 in Logic, substance as the leading category, Arist. Cat.1b26, Metaph.1045b29; αἱ πρῶται οὐσίαι (individuals), αἱ δεύτεραι οὐσίαι (species and genera), Id.Cat.2b5, 2a15 (but ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος… οὐκ ἔστιν οὐ. ἀλλὰ σύνολόν τι Id.Metaph.1035b29, cf. σύνθετος or συνθέτη οὐ. ib. 1043a30, de An.412a16); ἡ μὲν ψυχὴ οὐ. ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη Id.Metaph.1037a5; ἡ ψυχὴ οὐ. ὡς εἶδος Id.de An.412a19; ἡ οὐ. ἐντελέχεια ib.21; [ψυχὴ] οὐ. τοῦ ἐμψύχου Id.Metaph.1035b15; of the abstract objects of mathematics, μονὰς οὐ. ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐ. θετός Id.APo.87a36. 7 after Pl. and Arist. in various uses, as ἡ ἄποιος οὐσία = ἡ ὕλη, Zeno Stoic.1.24; κατὰ οὐσίαν, opp. κατὰ δύναμιν ἢ ἐνέργειαν, Polystr.p.12 W.; πᾶς νοῦς ἀμέριστός ἐστιν οὐ. Procl.Inst.171, cf. Plot.2.4.5, 2.6.1, 4.7.8, 6.1.2, al. 8 Pythag. name for I, Theol.Ar.6. III name of a plaster, Aët.15.15,45. IV αἱ οὐσίαι fire-resisting substances, Zos.Alch.p.168 B.; of the four σώματα (copper, tin, lead, iron), Ps.-Democr. ap. eund.p.167 B. V in Magic, a material thing by which a connection is established between the person to be acted upon and the supernatural agent, e.g. a hair, λαβὼν βελόνην διείρων τὴν οὐσίαν εἰς αὐτήν PMag.Par.1.2949, cf. PMag.Osl. 1.73; mould from a tomb, PMag.Par.1.435; κυνοκεφάλου οὐ.,… κυνὸς οὐ., = κόπρος (cf. 2460), ib.2687, etc.
German (Pape)
[Seite 420] ἡ (οὖσα, εἶμί), das Seiende; – 1) das Vermögen, Eigenthum; Her. 1, 92; ἡ οὐσία δημεύεται, Lys. 18, 17 u. öfter bei Rednern; οὐσίας δι' ἀμελείας ἀπολλυμένης, Plat. Phaedr. 252 a; οὐσίᾳ καὶ γένει οὐδενὸς ὕστερος ὢν τῶν ἐκεῖ, Tim. 20 a; οὐσίαν μάλα πολλὴν κατέλιπεν, Theaet. 144 c, u. öfter, wie Folgde; τὰς ἄπαιδας ἐς τὸ λοιπὸν οὐσίας, Soph. Tr. 907, das Hauswesen ohne Kinder. – 2) das Wesen, das wahrhafte Sein, auch die Wirklichkeit, nach Arist. de anim. 2, 1 πᾶν σῶμα φυσικὸν μετέχον ζωῆς; so oft Plat., ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων τούτων ὑπόκειταί τις ἴδιος οὐσία Prot. 349 b, ἡ οὐσία ἔχουσα τὴν ἐπωνυμίαν τὴν τοῦ ὃ ἔστιν Phaed. 92 d, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον, Wesen u. Begriff, Phaedr. 245 e; dem μὴ εἶναι entgegengesetzt, Theaet. 185 c; mit ἀλήθεια vrbdn, Rep. VII, 525 c; Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
οὐσία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ· (οὖσα, μετοχ. θηλ. τοῦ εἰμί)· ὅ,τι ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἴς τινα, ἰδιοκτησία, περιουσία, Ἡρόδ. 1. 92., 6. 86, 1, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 337, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 729, Λυσίας 150. 41, Πλάτ., κτλ.· εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν, ἐὰν εἶχον περιουσίαν, ἐὰν ἤμην πλούσιος, Λυσ. 169. 14· ὑπὲρ τὴν οὐσίαν δαπανᾶν Δίφιλ. ἐν «Ἐμπόρῳ» 1. 7· πατρῴαν οὐσίαν κατεσθίειν Ἀνάξιππος ἐν «Ἐγκαλυπτομένῳ» 1. 32· πρβλ. σφαῖρα Ι· - φανερὰ οὐσία, πραγματικὴ περιουσία, Ἀνδοκ. 15. 38· ἀντίθετ. τῷ ἀφανής, Λυσ. 894. 11, πρβλ. Böckh P. E. 2. 252· περὶ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἀπὸ τοῦ τιμήματος, αὐτόθι. ΙΙ. = τὸ εἶναι, ἡ ὕπαρξις, ἀντίθ. τῷ γένεσις, Πλάτ. Σοφιστ. 232C, Πολ. 359Α, 509Β, Θεαίτ. 185C, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 15· - ἐν Σοφ. Τρ. 911, εἰ ὁ στίχος γνήσιος, τὰς ἄπαιδας εἰς τὸ λοιπὸν οὐσίας, πρέπει νὰ σημαίνῃ τὴν ἄπαιδα αὐτῆς εἰς τὸ ἑξῆς κατάστασιν (ἐπειδὴ ὁ Ἡρακλῆς ἀπέθνησκεν). Ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb., ὅστις θεωρεῖ τὸ χωρίον παρεφθαρμένον, ἴδε καὶ παράρτημα (Αppendix) τοῦ αὐτοῦ ἐν σ. 197. ΙΙΙ. ἐν τῇ φιλοσοφ. τοῦ Πλάτ., καὶ ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ Ἀριστ., ἡ θεωρία περὶ τῆς οὐσίας ἀποτελεῖ μέρος λίαν σπουδαῖον· βραχεῖα σημείωσις τῶν κυριωτέρων αὐτῆς χρήσεων πρέπει νὰ θεωρηθῇ ἐπαρκὴς ἐνταῦθα: 1) ἡ οὐσία, ἡ ἀληθὴς φύσις πράγματός τινος, ἥτις ὁρίζεται: ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὂν Πλάτ. Φαίδων 65D, πρβλ. 78C, 92D· τὸ πρώτως ὂν καὶ οὐ τί ὂν ἀλλ’ ὂν ἁπλῶς Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5· ἡ ἐπιστήμη ἡ γνωρίζουσα τὰς οὐσίας, ἡ ὀντολογία, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2, 2, 12· - ἐντεῦθεν, 2) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. = τὸ τί ἦν εἶναι, ἡ φύσις, τὸ εἶδος, ὁ ἀληθὴς ὁρισμὸς πράγματός τινος, αὐτόθι 4. 8, 4., 6. 4, 1, κ. ἀλλ.· πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 245Ε, ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον, τὴν φύσιν αὐτῆς καὶ τὸν ὁρισμόν. 3) πραγματικότης, τὸ ὄντως εἶναι, ἀντίθ. τῷ τὸ μὴ εἶναι, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 185C. 4) ἡ ἀρχικὴ οὐσία, στοιχεῖον, μικραὶ οὐσίαι, τὰ ἄτομα τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 20, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 8, 1., 6, 2, 1· ἅπερ καλοῦνται αἱ φυσικαὶ οὐσίαι, π. Οὐρ. 3. 1, 2, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως πᾶσα ὀργανικὴ οὐσία, πᾶν σῶμα φυσικὸν μετέχον ζωῆς ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 1, 3· ἐντεῦθεν αἱ πρῶται οὐσίαι εἶναι τὰ ἄτομα, αἱ δεύτεραι, τὰ εἴδη καὶ γένη, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 5, 1-13· καὶ ἡ πρώτη οὐσία χαρακτηρίζεται ὡς ἑξῆς: ἡ μὴ καθ’ ὑποκειμένου τινὸς λέγεται μήτ’ ἐν ὑποκειμένῳ τινί ἐστι αὐτόθι 5. 1, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 8, 1, κ. ἀλλ. 5) ἡ ὑλικὴ αἰτία, σχεδὸν ὡς τὸ ὕλη, ἡ οὐσία αἰτία τοῦ εἶναι ἕκαστον αὐτόθι 7. 2, 5, πρβλ. 4. 8, 2., 6. 17, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 essence, substance, être;
2 biens, fortune, richesse.
Étymologie: ὤν.
Spanish
English (Strong)
from the feminine of ὤν; substance, i.e. property (possessions): goods, substance.
English (Thayer)
οὐσίας, ἡ (from ὤν, οὖσα, ὄν, the participle of εἰμί), what one has, i. e. property, possessions, estate (A. V. substance): Herodotus 1,92; Xenophon, Plato, Attic orators, others.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ οὐσία, Α ιων. τ. οὐσίη, δωρ. τ. ἐσσία και ὠσία)
1. η πραγματική υπόσταση, η σύσταση ενός πράγματος
2. (φιλοσ.) α) το είναι, η ύπαρξη
β) η σταθερότητα που ενυπάρχει στα φαινόμενα η οποία αποτελεί την ταυτότητα ενός αντικειμένου προς τον εαυτό του, παρά την πολλαπλότητα τών μορφών του με το πέρασμα του χρόνου και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό
3. φρ. «κατ' ουσίαν» — στην πραγματικότητα
νεοελλ.
1. φυσικό σώμα, ύλη («εκρηκτική ουσία»)
2. η βαθύτερη έννοια («η ουσία του ζητήματος»)
3. η σπουδαιότητα, η σοβαρότητα («λόγια χωρίς ουσία»)
4. η ιδιάζουσα ευάρεστη γεύση, η νοστιμιά
μσν.
στον πληθ. αἱ οὐσίαι
βυζαντινά βοηθητικά πλοία
μσν.-αρχ.
1. εκκλ. α) η ύπαρξη του Θεού
β) ο άρτος που απομένει μετά τη θεία ευχαριστία
2. η υλική αιτία («ἡ οὐσία αἰτία τοῦ εἶναι ἕκαστον», Αριστοτ.)
αρχ.
1. ό,τι ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, ιδιοκτησία, περιουσία («ἀδίκως δημεύεσθαι τὴν οὐσίαν», Λυσ.)
2. (φιλοσ.) α) η αληθινή φύση ενός πράγματος
β) η φύση, το είδος ενός πράγματος («ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον», Πλάτ.)
γ) το όντως είναι, η πραγματικότητα
3. (ως λογ. κατηγορία) πρωταρχικό στοιχείο (α. «αἱ πρῶται οὐσίαι» — τα άτομα, Αριστοτ.
β. «αἱ δεύτεραι οὐσίαι» — τα είδη και τα γένη, Αριστοτ.
γ. «ἡ μὲν ψυχὴ οὐσία ἡ πρώτη, τὸ δὲ σῶμα ὕλη», Αριστοτ.)
4. (στα μαθηματικά) κάθε αφηρημένη έννοια («μονὰς οὐσία ἄθετος, στιγμὴ δὲ οὐσία θετός», Αριστοτ.)
5. (στους Πυθαγορείους) η μονάδα
6. (στη μαγεία) υλικό αντικείμενο μέσω του οποίου γίνεται συνάφεια μεταξύ του υπερφυσικού μέσου και του προσώπου για το οποίο ζητείται να ενεργήσει το μέσο αυτό, όπως είναι λ.χ. η τρίχα
7. είδος εμπλάστρου
8. ακαθαρσία από τάφο
9. στον πληθ. α) καθετί που ανθίσταται στη φωτιά
β) τα τέσσερα σώματα, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος και σίδηρος
10. φρ. α) «κυνοκεφάλου οὐσία» ἡ «κυνὸς οὐσία» — η κόπρος
β) «μικραὶ οὐσίαι» — τα άτομα της θεωρίας του Δημοκρίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οὐσία είναι το μοναδικό παράγωγο του ρήματος εἰμί και σχηματίστηκε από το θηλ. οὖσα της μτχ. ὤν, ὄντος με κατάλ. -ία (πρβλ. γέρων: γερουσία). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην αττ. διάλ.].
Greek Monotonic
οὐσία: Ιων. -ίη, ἡ (οὖσα, θηλ. μτχ. του εἰμί),
I. αυτό το οποίο ανήκει σε κάποιον, η οντότητα κάποιου, περιουσία, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. = τὸ εἶναι, η ύπαρξη, σε Πλάτ.· τὰς ἄπαιδας οὐσίας, η κατάσταση της ατεκνίας, το να μην έχει κάποιος παιδιά, σε Σοφ.
III. ύπαρξη, ουσία, φύση ενός πράγματος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
οὐσία: ион. οὐσίη ἡ [ὤν part. praes. к εἰμί
1) имущество, состояние Her., Eur. etc.: οὐσίας ἀπολλυμένης Plat. с потерей имущества, т. е. разорившись; εἰ ἐκεκτήμην οὐσίαν Lys. если бы у меня было состояние;
2) филос. существование, бытие: οὐ. καὶ τὸ μὴ εἶναι Plat. бытие и небытие;
3) филос. сущность (τῶν ἁπάντων ἡ οὐ., ὃ τυγχάνει ἕκαστον ὄν Plat.): οὐ. τε καὶ λόγος τινός Plat. сущность и определение чего-л.;
4) филос. первоначало, элемент (αἱ φυσικαὶ οὐσίαι Arst.);
5) филос. существо, субстанция, индивид (πᾶν σῶμα φυσικὸν μετέχον ζωῆς οὐ. ἂν εἴη Arst.);
6) лог. ряд, порядок, степень общности, ступень классификации: αἱ πρῶται οὐσίαι Arst. сущности первого порядка, т. е. индивиды, единичные вещи; αἱ δεύτεραι οὐσίαι Arst. сущности второго ряда, т. е. виды и роды.
Middle Liddell
οὐσία, ἡ, οὖσα, part. fem. of εἰμι]
I. that which is one's own, one's substance, property, Hdt., Eur.
II. = τὸ εἶναι, being, existence, Plat.; τὰς ἄπαιδας οὐσίας her childless state, Soph.
III. the being, essence, nature of a thing, Plat., etc.
Frisk Etymology German
οὐσία: (att.),
{ousía}
Forms: ion. -ίη f., dor. ὠσία
Grammar: f.
Meaning: Wesen, Anwesen, Eigentum, Sein, Wirklichkeit, Substanz (zur Bed. Hirzel Phil. 72, 42ff.);
Composita : oft m. Präfix (von ἄπειμι usw.), z.B. ἀπ-, ἐξ-, μετ-, παρ-, συνουσία, -ίη (meist att.). Kompp. ἐξούσιος des Eigentums beraubt (Ph.), ὑπερ-, μετούσιος ‘über, bzw. nach dem Sein stehend’ (Them., Arist-.Komm. u.a.).
Derivative: Ableitungen, meist sp.: οὐσί̄διον n. kleines Eigentum, -ιότης f. Wesensheit; -ιώδης wesentlich, wirklich (Epikur. u.a.), -ιακός zum Eigentum gehörig; συν-, ἐξουσιάζω zusammensein bzw. Macht haben (seit IVa; οὐσιάζω nur PMag. Lond.), wovon u.a. συνουσιαστής m. (Pl., X. u.a.), -αστικός (Ar. usw.); οὐσιόω, -όομαι ‘mit Substanz versehen (werden)’, συν- ~ ‘mit etwas verbunden sein’ mit (συν-) -ωσις (sp.).
Etymology : Abstraktbildung auf -ία vom Ptz. ὤν, οὖσα, ὄν (vgl. γερουσία : γέρων); danach dor. ὠσία, auch ἐσσία, zu dor. äol. f. ἔσσα, pl. ἔντες (Pl. Kra. 40 1c); näheres bei Chantraine Form. 117; s. auch ἐστώ.
Page 2,449
Chinese
原文音譯:oÙs⋯a 烏西阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:是著
字義溯源:物質,產業,財產,地產,家業,貲財;源自(εἰμί)=是,在,有);而 (εἰμί)出自(εἰμί)*=是)。比較: (ὕπαρξις)=存在,所有權
出現次數:總共(2);路(2)
譯字彙編:
1) 貲財(1) 路15:13;
2) 家業(1) 路15:12
English (Woodhouse)
existence, property, affairs, possessions, that which constitutes the nature of anything