σκεδάννυμι

From LSJ
Revision as of 17:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4, $5")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεδάννῡμι Medium diacritics: σκεδάννυμι Low diacritics: σκεδάννυμι Capitals: ΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: skedánnymi Transliteration B: skedannymi Transliteration C: skedannymi Beta Code: skeda/nnumi

English (LSJ)

Thphr.CP3.6.4, etc.:—also σκεδάω, Nic.Al.583: fut. σκεδάσω [ᾰ] Thgn.883 (ἀπο-), J.BJ4.9.6, Plu.Cor.12, etc.; Att. A σκεδῶ A.Pr.25, 925, (ἀπο-) S.OT138, (δια-) Ar.V.229, Av.1053 (also in Hdt.8.68.β), (συσκ-) Ar.Ra.903: aor. ἐσκέδασα, Ep. σκέδασα, the only tense used by Hom. (v. infr.):—Med., aor. ἐσκεδασάμην (συγκατ-) X.An.7.3.32, (ἀπ-) Pl.Ax.365e:—Pass., fut. σκεδασθήσομαι M.Ant.6.4, Gal.6.6: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι (v. infr.):— scatter, disperse, ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαόν] Il.23.158, cf. 19.171; λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας 23.162; also of things, σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Od.8.149; ἠέρα μὲν σκέδασεν Il.17.649, cf. Od.13.352; τῶν νῦν αἷμα . . ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης shed the blood all round, Il.7.330; πάχνην . . ἥλιος σκεδᾷ πάλιν A.Pr.25; ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ' αὔως Sapph.95; τρίαιναν . . σκεδᾷ will shiver it, A.Pr.925; μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ' ὕπνον (sleep being conceived of as a cloud over the eyes) S. Tr.989 (anap.); scatter abroad, of Pandora opening the fatal casket, Hes.Op.95. II Pass., to be scattered, disperse, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Hdt.5.102; of a routed army, Th.4.56,112, 6.52; σ. καθ' ἁρπαγήν, of plundering parties, X.An.3.5.2; ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια Id.Eq. Mag.7.9; of the rays of the sun, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας to be shed abroad, A.Pers.502; of a rumour, to be spread abroad, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν Hdt.4.14; also ὄψις ἐσκεδασμένη vision not confined to one object, X.Cyn.5.26.

German (Pape)

[Seite 891] auch σκεδαννύω (vgl. σκίδναμαι u. κίδνημι); fut. σκεδάσω, att. σκεδῶ, σκεδᾷς, σκεδᾷ, Ar. Vesp. 229 u. sonst, auch Her. 8, 68; perf. pass. ἐσκέδασμαι, aor. p. ἐσκεδάσθην; – zerstreuen; von Menschen, auseinanderjagen, auch milder, auseinander gehen lassen, λαὸν μὲν σκέδασον, Il. 19, 171, vgl. 23, 158. 162, wo noch κατὰ νῆας hinzugesetzt ist; – von leblosen Dingen, ἠέρα μὲν σκέδασεν, er zerstreu'te, verscheuchte den Nebel, 17, 649; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν, 20, 341; auch τῶν νῦν αἷμα ἐσκέδασ' ὀξὺς Ἄρης, 7, 330, er sprengte das Blut rings umher, verspritzte es; dah. nach allen Seiten hin verbreiten, Hes. O. 95; πάχνην θ' ἑῴαν ἥλιος σκεδᾷ πάλιν, Aesch. Prom. 25; πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, ehe sie sich verbreiteten, Pers. 494 (vgl σκίδναμαι); vertreiben, verscheuchen, μὴ σκεδάσαι τῷδ' ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ' ὕπνον, Soph. Tr. 989; μερίμνας, Anacr. 30, 18; ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας, Her. 5, 102; ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου, 4, 14; τὸν ὄχλον τῶν ψιλῶν ἐσκεδασμένον, Thuc. 4, 56, wie ὁ ἄλλος ὅμιλος κατὰ πάντα ὁμοίως ἐσκεδάννυντο, zerstreu'ten sich, 112; ὥςτε πάλιν σκεδαννύμενοι διεφθείροντο, Plat. Prot. 322 b; ἐσκεδασμένων ἤδη τῶν ἀνθρώπων, Conv. 221 a; τινὰς τῶν ἐσκεδασμένων ἐν τῷ πεδίῳ καθ' ἁρπαγήν, die sich, um Beute zu machen, in der Ebene zerstreu't hatten, Xen. An. 3, 5, 2, u. öfter, wie Folgde; σκεδασθέντες ἐς πᾶσαν τὲν πόλιν, Hdn. 7, 9, 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκεδάννῡμι: Θεόφρ., κλπ.· ὡσαύτως σκεδάω Νικ. Ἀλεξιφ. 596· ― μέλλ. σκεδάσω [ᾰ] Θόογν. 883, Πλούτ., κλπ.· Ἀττικ. σκεδῶ Αἰσχύλ. Πρ. 25. 925, (ἀπο-) Σοφ. Ο. Τ. 138· (δια-) Ἀριστοφ. Σφ. 222, Ὄρν. 1053 (ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 8. 68)· (οὐσκ-) Ἀριστοφ. Βάτρ. 903· ― ἀόρ. ἐσκέδασα, Ἐπικ. σκέδασα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. χρόνος. ― Μέσ., ἀόρ. ἐσκεδασάμην (κατ-) Ξεν. Ἀν. 7. 2, 32, (ἀπ-) Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Ε. ― Παθ., μέλλ. σκεδασθήσομαι Μᾶρκ. Ἀντινῖν. 6. 4, Γαλην.· ― ἀόρ. ἐσκεδάσθην, πρκμ. ἐσκέδασμαι, ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΣΚΕΔ παράγονται καὶ τὰ σκέδασις, σκέδναμαι, κτλ., καὶ ἄνευ τοῦ σ, κεδάννυμι· ἢ μετὰ τοῦ κ δασυνθέντος, ΣΧΕΔ, ὅθεν τὰ σχέδος, σχεδία· ὡσαύτως ΣΧΑΔ, ὡς ἐν τοῖς σχάζω. πρβλ. χάζω). Σκορπίζω, διασκορπίζω, ἀπὸ πυρκαϊῆς σκέδασον [λαὸν] Ἰλ. Ψ. 158, πρβλ. Τ. 171· λαὸν σκέδασεν κατὰ νῆας Ψ. 162· ― ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Ὀδ. Θ. 149· ἠέρα μὲν σκέδασεν Ἰλ. Ρ. 649, πρβλ. Ὀδ. Ν. 352· τῶν νῦν αἷμα ... ἐσκέδασ’ ὀξὺς Ἄρης, ἔχεεν ὁλόγυρα, Ἰλ. Η. 330· πάχνην ... ἥλιος σκεδᾷ πάλιν Αἰσχύλ. Πρ. 25· τρίαιναν ... σκεδᾷ, θὰ συντρίψῃ εἰς τεμάχια, αὐτόθι 925· μὴ σκεδάσαι τῷδ’ ἀπὸ κρατὸς βλεφάρων θ’ ὕπνον, τοῦ ὕπνου θεωρουμένου ὡς νέφους κεχυμένου ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Τρ. 989· σκορπίζω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, διασκορπίζω, ἐπὶ τῆς Πανδώρας ἀνοιγούσης τὸ ὀλέθριον κιβώτιον, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 95. ΙΙ. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, σκεδασθῆναι ἀνὰ τὰς πόλιας Ἡρόδ. 5. 102· μάλιστα ἐπὶ ἡττηθείσης στρατιᾶς, Θουκ. 4. 56, 112., 6. 52· σκ. καθ’ ἁρπαγήν, ἐπὶ λαφυραγωγούντων στρατιωτῶν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππαρχ. 7. 9· ἐπὶ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῖνας, διαχέομαι (πρβλ. σκίδναμαι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 502· ― ἐπὶ φήμης ἢ λόγου, διαφημίζομαι, γίνομαι κοινός, κοινολογοῦμαι, ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου Ἡρόδ. 4. 14· ὡσαύτως, ὄψις ἐσκεδασμένη, μὴ περιοριζομένη εἰς ἓν καὶ μόνον ἀντικείμενον. Ξεν. Κυν. 5. 26.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐσκέδαννυν, f. σκεδάσω, att. σκεδῶ, ao. ἐσκέδασα, pf. inus.
Pass. f. σκεδασθήσομαι, ao. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι;
1 répandre de côté et d’autre ; αἷμα IL verser du sang ; Pass. se répandre çà et là : σκ. κατὰ τὴν χώραν THC se répandre à travers le pays ; ἐσκεδασμένοι ἐν τῷ πεδίῳ XÉN soldats dispersés dans la plaine ; fig. ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου HDT le bruit s’étant répandu;
2 renvoyer de côté et d’autre, disperser : λαόν IL la foule ; ἠέρα IL dissiper une vapeur ; fig. ἀπὸ βλεφάρων ὕπνον SOPH chasser le sommeil des paupières de qqn ; σκ. ἀπὸ κήδεα θυμοῦ OD chasser les soucis de son âme.
Étymologie: R. Σκεδ, disperser ; cf. σκίδναμαι.

Greek Monolingual

και σκεδαννύω ΜΑ
1. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «λαὸν μὲν σκέδασεν κατὰ νῆας», Ομ. Ιλ.
β. «οἱ δὲ αὐτῶν... ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας», Ηρόδ.)
2. (σχετικά με άψυχα ή με καταστάσεις) διαλύω (α. «τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν... σκέδασον», Μηναί
β. «πάχνην... ἥλιος σκεδᾱ», Αισχύλ.)
3. αφήνω, επιτρέπω να διασκορπιστεί κάτι σε διάφορες κατευθύνσεις ([για την Πανδώρα] «χείρεσσι πίθου... πῶμ' ἀφελοῦσα ἐσκέδασ' ἀνθρώποισι δ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά», Ησίοδ.)
4. παθ. σκεδάννυμαι και σκεδαννύομαι
α) (για τις ακτίνες του Ηλίου) διαχέομαι («πρὶν σκεδασθῆναι θεοῦ ἀκτῑνας», Αισχύλ.)
β) (για φήμη ή λόγο) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, κοινολογούμαι («ἐσκεδασμένου δὲ ἤδη τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλην ὡς τεθνεὼς εἴη», Ηρόδ.)
5. φρ. «ὄψις ἐσκεδασμένη» — όραση, θέαση που δεν περιορίζεται σε ένα και μόνο αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σκεδάννυμι ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα (s)k(h)ed- / (s)k(h)e-n-d- «σχίζω, διασκορπίζω» (πρβλ. αβεστ. sčandayeiti «σπάζω, καταστρέφω», αρχ. ινδ. skhadate «σχίζω», λιθουαν. skederva «θραύσμα», αγγλ. scatter «διασκορπίζω»). Αρχικός τ. ενεστ. είναι ο τ. σκίδνημι, ενώ ο μτγν. τ. σκεδάννυμι (< σκεδάσ-νυ-μι) έχει σχηματιστεί από τον σιγματικό αόρ. -σκέδασ-α με ενεστωτικό επίθημα -νυ- (πρβλ. κεράννυμι: ἐκέρασα, πετάννυμι: ἐπέτασα). Παρλλ. απαντούν και τύποι ενεστ. κεδάννυμι, κίδναμαι (δεν είναι, όμως, εύκολο να εξακριβωθεί η αρχαιότητα της εναλλαγής αυτής του αρκτικού σκ- / κ-), καθώς και τύποι αορ. κεδάσσαι, κεδασθῆναι (στον Όμ. για μετρικούς λόγους), απ' όπου προήλθαν οι μτγν. τ. ενεστ. κεδαίω, κεδαίομαι].

Greek Monotonic

σκεδάννυμι: μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. σκεδῶ· αόρ. αʹ ἐσκέδασα, Επικ. σκέδασα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσκεδασάμην — Παθ., μέλ. σκεδασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσκεδάσθην, παρακ. ἐσκέδασμαι,
I. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, σε Όμηρ.
II. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για λόγια ή φήμη, διαδίδομαι παντού, κοινολογούμαι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σκεδάννῡμι: (fut. σκεδάσω - атт. σκεδῶ, aor. ἐσκέδασα - эп. σκέδασα; pass.: aor. ἐσκεδάσθην, pf. ἐσκέδασμαι)
1) рассеивать, разгонять (σ. ἠέρα Hom.; πάχνην ἑῴαν σ. Aesch.): σ. ὕπνον Soph. отгонять сон; σ. κήδεα ἀπὸ θυμοῦ Hom. изгонять из души печальные мысли; (οἱ Ἴωνες) ἐσκεδάσθησαν ἀνὰ τὰς πόλιας Her. ионяне рассеялись по городам; ἡ ὄψις ἐσκεδασμένη Xen. рассеянное, т. е. неясное зрение;
2) распространять, разбрасывать, изливать (ἀκτῖνας Aesch.): τῶν (Ἀχαιῶν) αἷμα σ. Hom. лить кровь ахейцев; ἐσκεδασμένου τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν Her. когда по городу распространилась молва;
3) распускать, отпускать, отсылать (λαόν Hom.);
4) разбивать на куски, сокрушать (τὴν αἰχμὴν Ποσειδῶνος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκεδάννυμι [σκίδνημι] praes. ook σκίδνημι; en zonder σ- κεδάννυμι, κεδαίνω, κίδνημι; aor. ἐσκέδᾰσα, ep. σκέδᾰσα; aor. pass. ἐσκεδάσθην; perf. med.-pass. ἐσκέδασμαι; fut. σκεδάσω, contr. σκεδῶ act. met acc. ( causat. ) maken dat … zich verspreiden, verspreiden, uiteen jagen:; λαόν... σκέδασεν hij liet het krijgsvolk uiteen gaan Il. 23.162; ἠέρα... σκέδασεν hij dreef de nevel weg Il. 17.649; αἷμα... ἐσκέδασ ( ε ) hij vergoot het bloed Il. 7.330; γυνή... ἐσκέδασ ( ε ) de vrouw deed (de inhoud van het vat) ontsnappen Hes. Op. 95; overdr..; σκέδασον δ ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ verjaag de zorgen uit uw hart Od. 8.149; verbrijzelen:. ἣ τρίκορον αἰχμὴν τὴν Ποσειδῶνος σκεδᾷ die de drietand van Poseidon zal verbrijzelen Aeschl. PV. 925. med.-pass. verspreid worden, zich verspreiden:; οἱ ἐσκεδασμένοι ἐν τῷ πεδίῳ καθ ’ ἁρπαγήν de soldaten die zich op rooftocht in de vlakte verspreid hadden Xen. An. 3.5.2; overdr.. ἐσκεδασμένου... τοῦ λόγου ἀνὰ τὴν πόλιν toen het gerucht zich in de stad verspreid had Hdt. 4.14.2.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to scatter, to spring, to drive apart, midd. to disperse, to burst, to go apart, to spread (Young Att.).
Other forms: σκίδναμαι, -νημι (mostly ep. poet. Il.), σκεδάω? (s. below), fut. σκεδάσω (Thgn.), σκεδῶ (Att.), aor. σκεδάσαι, -σθῆναι (Il.), perf. pass. ἐσκέδασμαι (IA.); also without σ- (metr. cond or metr. used; s. Debrunner IF 45, 183ff., 57, 149 w. lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 110) κεδάσσαι, -σθῆναι (poet. Il.), late pres. forms κεδάννυμι (AP), κεδόωνται (A. R.), ptc. κεδάων (Nic. Al. 283, better than σκεδάων), κεδαίομαι, -αίω (hell. epic).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀπο-, δια-, κατα-.
Derivatives: σκέδ-ασις f. the scattering (α 116 = υ 225, Hp. a. o.; Krarup Class. et Med. 10, 5, Porzig Satzinhalte 196), -ασμός m. (hell. a. late), (δια-)-αστής m. destroyer (Ph.), (δια-) -αστικός scattering (Dsc., Lyd.), -αστός dissolvable (Pl., Plu.).
Origin: IE [Indo-European] [918] *skd-n-eh₂-mi split, strew out
Etymology: The system σκεδάννυμι : σκίδνημι : σκεδάσαι was formed after wellknown examples like πετάννυμι, κεράννυμι a. o. (s. vv. and Schwyzer 697) from an unknown starting point (the aorist?). The other languages present nothing that could be compared directly with the Greek forms. Closest comes (after Jokl IF 30, 196) Alb. tshanj, tshaj split, tear up, plough from *sked-n̥-i̯ō. To this with nasal infix Av. sčandayeiti break, destroy, to which may belong Skt. skhadate split (gramm.), if from IE *skh₂n̥d-; the last-mentioned forms can however also be explained from a d-enlarged nasal root *sk(h₂)en-d-. Without anlaut. s- the polyinterpretable Toch. AB kät- strew (out), pres. (B) katnau, katnaṃ with nā-suffix and unclear vowel (after v. Windekens Orbis 12, 464f. = Gr. κιδ-). To be mentioned still several verbal nouns, esp. with r-suffix, and verbs built to these: Arm. šert chip, piece of wood, if from *sk(h₂)ed-ri- (anlaut uncertain), Lith. skedervà f. splinter, Latv. skadrs easy to split, Germ., e.g. MEngl. scateren, NEngl. scatter scatter, MIr. scaindrim split in two etc., s. WP. 2, 558 f., 563f., Pok. 918f., 929f., W.-Hofmann s. scandula, Fraenkel s. kedė̃, Vasmer s. ščedryj w. further forms and rich lit. -- Cf. σχίζω. On κέδματα s. v.

Middle Liddell


I. to scatter, disperse, Hom.
II. Pass. to be scattered, to disperse, of men, Hdt., Thuc.; of the rays of the sun, Aesch.; of a report, to be spread abroad, Hdt.

Frisk Etymology German

σκεδάννυμι: (jungatt.),
{skedánnumi}
Forms: σκίδναμαι, -νημι (vorw. ep. poet. seit Il.), σκεδάω? (s. unten), Fut. σκεδάσω (Thgn.), σκεδῶ (att.), Aor. σκεδάσαι, -σθῆναι (seit Il.), Perf. Pass. ἐσκέδασμαι (ion. att.); auch ohne σ- (metrisch bedingt od. metr. verwertet; s. Debrunner IF 45, 183ff., 57, 149 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 110) κεδάσσαι, -σθῆναι (poet. seit Il.), späte Präs. formen κεδάννυμι (AP), κεδόωνται (A. R.), Ptz. κεδάων (Nik. Al. 283, besser als σκεδάων), κεδαίομαι, -αίω (hell. Epik);
Grammar: v.
Meaning: zerstreuen, zersprengen, auseinandertreiben, Med. sich zerstreuen, zerspringen, auseinandergehen, sich ausbreiten.
Composita : auch m. Präfix, bes. ἀπο-, δια-, κατα-,
Derivative: Wenige Ableitungen: σκέδασις f. Zerstreuung (α 116 = υ 225, Hp. u. a.; Krarup Class. et Med. 10, 5, Porzig Satzinhalte 196), -ασμός m. (hell. u. sp.), (δια-)-αστής m. Zerstreuer (Ph.), (δια-) -αστικός zerstreuend (Dsk., Lyd.), -αστός auflösbar (Pl., Plu.).
Etymology : Die Formenreihe σκεδάννυμι : σκίδνημι : σκεδάσαι hat sich nach wohlbekannten Mustern wie πετάννυμι, κεράννυμι u. a. (s. dd. und Schwyzer 697) von einem unbekannten Ausgangspunkt (dem Aorist?) zu einem System ausgebaut. Die übrigen Sprachen bieten nichts, was mit den griech. Formen direkt vergleichbar wäre. Am nächsten kommt (nach Jokl IF 30, 196) alb. tshanj, tshaj spalten, zerreißen, pflügen aus *sqed--i̯ō. Dazu mit Nasalinfigierung aw. sčandayeiti zerbrechen, zerstören, womit aind. skhadate spalten (Gramm.), wenn aus idg. *sqhn̥d-, zusammenhängen mag; die letztgen. Formen lassen sich indessen auch auf eine derweiterte Nasalwurzel *sq(h)en-d- zurückführen. Ohne anlaut. s- das mehrdeutige toch. AB kät- ‘(aus)streuen’, Präs. (B) katnau, katnaṃ mit -Suffix und unklarem Vokal (nach v. Windekens Orbis 12, 464f. = gr. κιδ-[?]). Zu erwähnen noch mehrere Verbalnomina, namentlich mit r- Suffix, und dazu gebildete Verba: arm. šert Span, Holzscheit, wenn aus *sq(h)ed-ri- (Anlaut mehrdeutig), lit. skedervà f. Splitter, lett. skadrs leicht zu spalten, germ., z.B. mengl. scateren, nengl. scatter ‘zer- streuen’, mir. scaindrim zerspalten u. a. m., s. WP. 2, 558 f., 563f., Pok. 918f., 929f., W.-Hofmann s. scandula, Fraenkel s. kedė̃, Vasmer s. ščedryj m. weiteren Formen und reicher Lit. Zum Anlaut besonders Hiersche Ten. aspiratae 71 f. — Vgl. σχίζω. Zu κέδματα s. bes.
Page 2,721