μέλλαξ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
English (LSJ)
ακος, ὁ, A = μεῖραξ, youth, lad, PMag.Par.1.343; page, CIG 4682 (Alexandria): pl. written μέλακες in Hsch.; cf. μῖλαξ. (Prob. from μέλλω, like μελλείρην, μελλέφηβος.)
German (Pape)
[Seite 125] ακος, ὁ, od. bei Hesych. μέλαξ, Jüngling.
Greek (Liddell-Scott)
μέλλαξ: -ακος, ὁ, νεανίας, διαλεκτικὸς τύπος τοῦ μεῖραξ, Ἐπιγραφ. Ἀλεξ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4682 (ἔνθα πιθ. σημαίνει θεράποντα, ἴδε Franz. ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. μέλακες. Ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει τύπον μῖλαξ ἐκ τοῦ Ἑρμίππου, καὶ ἑρμηνεύει: «τὸν δημοτικόν». (Πιθανῶς ἐκ τοῦ μέλλω, ὡς τὰ μελλείρην, μελλέφηβος).
Greek Monolingual
μέλλαξ, -ακος, ὁ (Α)
νεανίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + επίθημα -αξ. Η λ. θεωρείται υποκοριστικός τ. πιθ. του τ. μελλείρην «έφηβος» (πρβλ. μόθαξ, υποκοριστικό του μόθων «παιδί ειλώτων»)].
Frisk Etymological English
-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: young boy (inscr. Alexandria, PMag. Par.), μέλακες νεώτεροι H.
Other forms: On μίλαξ s. below.
Derivatives: Dimin. μελλάκιον (Alexandria).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hypocoristic short form (after μεῖραξ a. o.) of μελλ-έφηβος (hell. inscr.), μελλ-είρην (Sparta) or so; cf. still μελλόνυμφος (S.) a. o. So LSJ. As however the word is no doubt identical with 2. μῖλαξ (s.v.), it is rather a Pre-greek word. The association with μελλ- is therefore improbable. -- Chantraine Form. 379f.
Frisk Etymology German
μέλλαξ: -ακος
{méllaks}
Grammar: m.
Meaning: junger Knabe (Inschr. Alexandria, PMag. Par.), μέλακες· νεώτεροι H.
Derivative: Demin. μελλάκιον (Alexandria).
Etymology : Hypokoristische Kurzform (nach μεῖραξ u. a.) von μελλέφηβος (hell. Inschr.), μελλείρην (Sparta) od.dgl.; vgl. noch μελλόνυμφος (S. usw.) u. a. — Chantraine Form. 379f.
Page 2,202