κομμώτρια

From LSJ
Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμώτρια Medium diacritics: κομμώτρια Low diacritics: κομμώτρια Capitals: ΚΟΜΜΩΤΡΙΑ
Transliteration A: kommṓtria Transliteration B: kommōtria Transliteration C: kommotria Beta Code: kommw/tria

English (LSJ)

ἡ, fem. of κομμωτής, A dresser, tirewoman, Ar.Ec.737, Pl.R.373c, Jul. Caes.335b.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, fem. zu κομμωτής, die Schmückerinn, das Kammermädchen, welches die Herrinn schmücken u. putzen muß, Ar. Eccl. 737, Plat. Rep. II, 373 c; nach Moeris der attische Ausdruck für das hellenistische ἐμπλέκτρια; vgl. Jacobs zur Anth. 2, 3 p. 62.

Greek (Liddell-Scott)

κομμώτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κομμωτής, ἡ καλλωπίστρια, ἡ ἐπὶ τοῦ κτενίσματος ὑπηρέτρια, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 737, Πλάτ. Πολ. 373C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
femme de chambre.
Étymologie: κομμόω.

Greek Monolingual

η (AM κομμώτρια)
βλ. κομμωτής.

Greek Monotonic

κομμώτρια: ἡ, θηλ. του κομμωτής, καλλωπίστρια, η υπηρέτρια που ήταν υπεύθυνη για το χτένισμα, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κομμώτρια -ας, ἡ [κομμωτής] kleedster; kapster.

Russian (Dvoretsky)

κομμώτρια: ἡ служанка (ведающая туалетом своей госпожи), камеристка, горничная Arph., Plat.

Middle Liddell

κομμώτρια, ἡ, [fem. of κομμωτής
a dresser, tirewoman, Ar., Plat.