χελώνη
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
English (LSJ)
ἡ,
A tortoise, h.Merc.42,48, Orac. ap. Hdt.1.47,48; χελώνη χερσαία (cf. infr.2) Arist.PA671a28: prov. of insensibility, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος = yow, you tortoises are fortunate in your skin, Ar.V.1292, cf. 429 (lyr.), S.Fr.279, Luc.Vit.Auct.9; of slowness, Plu.2.1082e, Lib.Ep.74.1, etc.
2 ποντιὰς χελώνη turtle, Crates Com.29; χελώνη θαλασσία Arist. l.c., cf. 540a29, Ael.VH1.6, Paus. 1.44.8.
II tortoise shell, Ph.2.478.
2 sounding board of lyre, Plu.2.1030b.
III penthouse or shed for protecting beseigers, χελώνη ξυλίνη X.HG3.1.7, cf. Aen.Tact.32.11; χελώνη χωστρίς, used to protect sappers and miners, Plb.9.41.1, 10.31.8, Onos.42.3; κριοφόρος, to cover the battering-ram, D.S.20.48, etc., cf. App.Mith.31.
b = Lat. testudo, overlapping shields, D.C.49.30.
2 a kind of frame or cradle, on which heavy weights were moved by means of rollers underneath, Hero Mech. 3.1 (vol. ii p.294 Schmidt).
3 footstool, Polem.Hist.44, Hsch., Suid.
4 coin bearing the impress of a tortoise, first coined at Aegina, Poll.9.74, Hsch.
5 pl., hillocks, LXXHo.12.11.
6 tomb with arched roof, JHS10.82 (Patara).
7 a kind of bandage, Heliod. ap. Orib.48.66 tit., Sor.Fasc.56.
8 part of a surgical machine, from its slow uniform motion, Orib. 49.4.45.
9 = χελώνιον III (part of a lock), IG11(2).159A26,60 (Delos, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1349] ὁ, wie χέλυς, 1) die Schildkröte; H. h. Merc. 42. 48; Her. 1, 47. 48; Ar. Vesp. 429; auch ihre Schaale, Schildpatt, Lob. Phryn. p. 187. – 2) die aus der Schildkrötenschaale gemachte Lyra, Ath. V, 210, u. bes. der gewölbte Schallboden derselben. – 3) ein Schirmdach von zusammengehaltenen Schilden, testudo, dessen sich bes. die Belagerer beim Sturmlaufen bedienten; übh. ein Schirmdach bei Belagerungsmaschinen, z. B. χωστρίς, unter deren Schutz man Gräben zuwarf, Pol. 9, 41, 1; ξυλίνη Xen. Hell. 3, 1,7; κριοφόρος, unter welchem der Mauerbrecher stand, D. Sic. – Uebh. jedes von vier Balken gemachte Gerüst, an welchem die zwei Seitenhölzer des Endes gebogen sind, worauf man eine Last bewegen kann, Sp. – Bei Ath. XIII, 589 b auch Schemel, Fußbank. – Eine peloponnesische Münze, deren Gepräge eine Schildkröte war, Poll. 9, 74.
Greek (Liddell-Scott)
χελώνη: ἡ, ὡς τὸ χέλυς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 42, 48, Ἡρόδ. 1. 47, 48· χ. χερσαία (ἴδε κατωτ. 2) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1· παροιμ. ἐπὶ τῶν ἀναισθητούντων, χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος Ἀριστοφ. Σφ. 429, 1292, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 278, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 9· ἐπὶ βραδύτητος ἐν τῷ κινεῖσθαι, εἰ χελώνην, τὸ τοῦ λόγου, μετόπισθε διώκει Ἀδράστου ταχὺς ἵππος Πλούτ. 2. 1082Ε, κλπ. 2) ποντιὰς χ., χελώνη τῆς θαλάσσης, Κράτης ὁ Κωμικ. ἐν «Σαμίοις» 1· χ. θαλασσία Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 1, πρβλ. Παυσ. 1. 44, 8. ΙΙ. τὸ ὄστρακον τῆς χελώνης, Φίλων 2. 478, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 187· ἐντεῦθεν, 2) ὠς τὸ χέλυς, ἡ λύρα, Πλούτ. 2. 1030Β. ΙΙΙ. ἔχει πολλὰς δευτερεύουσας σημασίας, 1) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ὡς τὸ Ρωμαϊκὸν testudo, ἡ διὰ τῶν συμφραττομένων ἀσπίδων τῶν στρατιωτῶν σχηματιζομένη σκέπη λαμβάνουσα σχῆμα ῥάχεως χελώνης, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπλησίαζον πρὸς τὰ τείχη πολιορκουμένης πόλεως οἱ ἐφορμῶντες πρὸς αὐτὴν στρατιῶται ὅπως κυριεύσωσιν αὐτὴν ἐξ ἐφόδου, ἐντεῦθεν καὶ ἡ κινητὴ σκέπη ἢ ὀροφὴ ἡ προφυλάττουσα τοὺς ὑπὸ τὰ τείχη ἐργαζομένους πολιορκητάς, χελώνη ξυλίνη, ποιησάμενος αὖ χελώνην ξυλίνην ἐπέστησεν ἐπὶ τῇ φρεατίᾳ Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 7· - συχνάκις μετὰ προσδιορισμῶν ἐπιθετικῶν, χ. χωστρίς, πρὸς ὑπεράσπισιν τῶν σκαπανέων, Πολύβ. 9. 41, 1., 10. 31. 8· κριοφόρος. πρὸς ὑπεράσπισιν τοῦ κριοῦ, Διόδ. 20. 48 κλπ.· πρβλ. γερροχελώνη. 2) εἶδος κατασκευάσματος τετραγώνου, (ἐφ’ οὗ ἐτίθεντο μεγάλα βάρη πρὸς μετακίνησιν) ἔχον κάτωθεν τροχοὺς ἢ κυλίνδρους. Πάππος σ. 489. 3) ὑποπόδιον, Τίμαιος παρ’ Ἀθην. 589Α, Ἡσύχ., Σουΐδ. 4) νόμισμα φέρον τὸν τύπον χελώνης, κατ’ ἀρχὰς μὲν κοπὲν ἐν Αἰγίνῃ, ἀκολούθως δὲ κυκλοφορούμενον καθ’ ἅπασαν τὴν Πελοπόννησον, Ἡσύχ., Πολυδ. Θ΄, 74· πρβλ. καλλιχέλωνος. 5) παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Ὠσ. ΙΒ΄, 11) χελῶναι φαίνεται ὅτι εἶναι λοφίσκοι. 6) «καὶ ἡ τρόπις τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπὲς» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. tortue, animal;
II. p. anal. :
1 toit pour abriter les travailleurs et les machines de siège autour d’une place assiégée;
2 écaille de lyre.
Étymologie: DELG cf. sl. zelu « tortue ».
Greek Monolingual
η / χελώνη, ΝΜΑ, και χελύνη και αιολ. τ. χελύννα και χέλυννα Α
1. οστρακοφόρο βραδύκίνητο ερπετό (α. «πηγαίνει σαν χελώνα» β. «ὀρεσκῴοιο χελώνης», Υμν. Ερμ.
γ. «αἱ θαλάττιαι χελῶναι καὶ αἱ χερσαῖαι», Αριστοτ.)
2. το όστρακο του ζώου αυτού
3. (στην αρχαιότητα) (στον τ. χελώνη) α) είδος τροχοφόρας πολιορκητικής μηχανής, με υπόστεγο που προστάτευε τους επιτιθεμένους από τις βολές του εχθρού («κατεσκεύασε δὲ καὶ κριοὺς ὑπερμεγέθεις καὶ χελώνας δύο κριοφόρους», Διόδ.)
β) αιγινητικό νόμισμα με παράσταση του ζώου αυτού, που κυκλοφορούσε σε όλη την Πελοπόνησσο κατά την περίοδο από τον 7ο ώς τον 5ο π.Χ. αιώνα
4. ως κύριο όν. η Χελώνη
νεαρή γυναίκα που απαξίωσε να παραβρεθεί στους γάμους του Διός και της Ήρας, με αποτέλεσμα να τήν μεταμορφώσει ο Ερμής σε χελώνα
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι χελώνες
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών μακρόβιων χελώνιων ερπετών που ανήκουν στη μοναδική αρτίγονη τάξη της πρωτόγονης υφομοταξίας αναψιδωτά, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους το χέλυο, ένα συμπαγές προστατευτικό όστρακο που περικλείει το σώμα τους, και είναι ευρέως διαδεδομένα στην χέρσο, στη θάλασσα και στα γλυκά και υφάλμυρα νερά
2. βοτ. γένος δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών της Βόρειας Αμερικής, το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκροφουλαριίδες
3. (μεταλργ.) α) (παλαιότερα) μικρό πλίνθωμα μολύβδου για τη χύτευση σφαιρών τών εμπροσθογεμών τυφεκίων
β) (γενικά) το πλίνθωμα
4. φρ. α) «θαλάσσια χελώνα»
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών θαλάσσιων χελωνών τών οικογενειών δερμοχελυΐδες και χελωνιίδες, που είναι προσαρμοσμένες στην υδρόβια διαβίωση
β) «μεσογειακή χελώνα»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Testudo hermanii, το οποίο είναι ευρέως διαδεδομένο στις μεσογειακές ακτές της Ευρώπης
γ) «ελληνική χελώνα»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Testudo graeca, που απαντά στα ανατολικά Βαλκάνια, στη νότια Ισπανία, στη βόρεια Αφρική, στη Μικρά Ασία και σε ορισμένα νησιά της Μεσογείου
δ) «κρασπεδωτή χελώνα»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Testudo marginata, που θεωρείται ενδημικό είδος της Ελλάδας, αλλά εντοπίζεται και στη Σαρδηνία, όπου, πιθανώς, έχει μεταφερθεί από τον άνθρωπο
ε) «σαν τη χελώνα»
μτφ. με πολύ αργή κίνηση ή με πολύ μικρή πρόοδο
αρχ.
1. το κατασκευασμένο από το όστρακο του ζώου αυτού ηχείο λύρας («ἐν τῷ ζυγῷ τῆς λύρας καὶ τῇ χελώνῃ καὶ τοῖς κολλάβοις», Πλούτ.)
2. όχημα με τροχούς ή κυλίνδρους για τη μεταφορά πολύ βαριών αντικειμένων
3. υποπόδιο, σκαμνάκι για τα πόδια
4. χαμηλός λόφος
5. τάφος με θολωτή στέγη
6. είδος επιδέσμου
7. τμήμα χειρουργικού εργαλείου που εξασφάλιζε αργή, κανονική κίνηση
8. χελώνιον. εξάρτημα μηχανήματος συστροφής
9. στρατιωτικός σχηματισμός της φάλαγγας, με τις ασπίδες ενωμένες πάνω από τους επιτιθεμένους σε σχήμα του παραπάνω ζώου
10. (κατά τον Ησύχ.) «καὶ ἡ τρόπις τῆς νεὼς διὰ τὸ ἐπικαμπές»
11. φρ. α) «χελώνη κριοφόρος» — χελώνη κατασκευασμένη για να προστατεύει τον πολιορκητικό κριό (Διόδ.)
β) «χελώνη χωστρίς» — χελώνη για την προστασία εκείνων που υπονόμευαν τα τείχη του εχθρού (Πολ.)
12. παροιμ. α) «ἰώ, χελῶναι, μακάριοι τοῦ δέρματος» — λεγόταν για πλήρη αναισθησία ή αδιαφορία
β) «ἦ χρὴ χελώνης ἤ φαγεῖν ἤ μὴ φαγεῖν» — λεγόταν για κάποιον που αρχίζει να κάνει κάτι και ξαφνικά σταματάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χέλυς.
Greek Monotonic
χελώνη: ἡ, χελώνα, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.
I. παροιμ., λέγεται για την αναισθησία, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος, ω χελώνες ευτυχισμένες στο χοντρό δέρμα σας! σε Αριστοφ.
II. όπως το Ρωμ. testudo, σκεπή που δημιουργείται από ασπίδες που σκεπάζουν η μία την άλλη όπως οι φολίδες στη ράχη της χελώνας, που χρησιμοποιείται ως προστατευτικό μέσο κατά την έφοδο στα τείχη μιας πόλης· έπειτα, γενικά, κινητή οροφή για την προστασία των πολιορκητών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χελώνη: ἡ
1) черепаха HH, Her., Soph., Arph., Arst., Plut., Luc.;
2) лира Plut.;
3) воен. «черепаха» (лат. testudo), подвижный защитный навес (χ. ξυλίνη Xen.): χ. χωστρίς Polyb. навес для защиты подкопных работ; χ. κριοφόρος Diod. защитный навес с тараном - см. тж. χέλυς.
Middle Liddell
χελώνη, ἡ, [from χέλυς
I. a tortoise, Hhymn., Hdt.; prov. of insensibility, ἰὼ χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος oh ye tortoises, happy in your thick skins! Ar.
II. like Roman testudo, a pent-house formed of shields overlapping each other like the scales on a tortoise's back, used by storming parties in approaching a city's walls: then, generally, a pent-house for protecting besiegers, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
Afrikaans: skilpad; Akkadian: 𒃻𒅮𒈾; Albanian: breshkë; Arabic: سُلَحْفَاة; Egyptian Arabic: سحلفة; Hijazi Arabic: سلحفة; Aramaic: סלופּי; Armenian: կրիա; Aromanian: broascã, broascã tsãstoasã; Asturian: tortuga; Atayal: ksipa; Azerbaijani: tısbağa; Bashkir: ташбаҡа, гөбөргәйел; Bau Bidayuh: diya; Belarusian: чарапаха; Bengali: কাছিম; Breton: baot, baoted, baot douar; Bulgarian: костенурка; Burmese: လိပ်; Catalan: tortuga; Central Dusun: buu; Central Melanau: kejaa; Chinese Mandarin: 龜, 龟, 烏龜, 乌龟, 草龜, 草龟; Cornish: kronek ervys, melhwioges, kroban; Czech: želva; Danish: skildpadde; Dutch: schildpad; Esperanto: testudo; Estonian: kilpkonn; Finnish: kilpikonna, maakilpikonna; French: tortue; Old French: wecle; Galician: tartaruga, sapoconcho; Georgian: კუ; German: Schildkröte, Landschildkröte; Greek: χελώνα; Ancient Greek: χελώνη, χέλυς, χελύνη, χελύννα, χέλυννα, κλεμμύς, χωστρίς, κεραμωτόν; Greenlandic: saaniluk; Hebrew: צָב, שַׁלְחוּפָה; Hindi: कछुआ; Hungarian: teknősbéka, teknős; Icelandic: landskjaldbaka, skjaldbaka; Ido: tortugo; Igbo: mbeku; Indonesian: kura-kura, penyu; Irish: toirtís; Isthmus Zapotec: bigu; Italian: tartaruga, testuggine; Japanese: 亀, カメ, 陸亀; Kannada: ಆಮೆ, ಕೂರ್ಮ; Kashmiri: کٔچھوٕ; Kazakh: тасбақа; Khmer: អណ្ដើក; Kimaragang: landang; Korean: 거북, 거북이; Kyrgyz: ташбака; Lao: ເຕົ່າ; Latin: testudo; Latvian: bruņurupucis; Lithuanian: vėžlys; Luxembourgish: Landdeckelsmouk; Macedonian: желка; Malay: kura-kura; Malayalam: ആമ; Maltese: fekruna, fkieren; Manx: shligganagh; Maori: honuwhenua; Marathi: कासव; Mi'kmaq: migjigj anim; Mongolian: яст мэлхий; Nahuatl: āyotl; Navajo: chʼééh digháhii; Norman: tortue; Norwegian Bokmål: skilpadde, landskilpadde; Nynorsk: skjelpadde, landskjelpadde; Occitan: tartuga; Old Church Slavonic Cyrillic: желꙑ; Old East Slavic: желꙑ; Old English: byrdling, landbyrdling; Pali: kacchapa; Pashto: کيشپ; Persian: لاکپشت, باخه; Plautdietsch: Schiltkjrät; Polish: żółw anim, żółw lądowy anim; Portuguese: tartaruga, jabuti, cágado; Romanian: țestoasă, broască țestoasă; Russian: черепаха, желвь; Sanskrit: कच्छप, कमठ; Scottish Gaelic: crùban-coille, sligeanach; Serbo-Croatian Cyrillic: корњача; Roman: kornjača; Slovak: korytnačka; Slovene: želva, kopenska želva; Somali: diindiin; Sorbian Lower Sorbian: nopawa, žołw; Upper Sorbian: nopawa, želwja; Spanish: tortuga, tortuga terrestre, morrocoy; Swahili: kobe; Swedish: sköldpadda; Tagal Murut: buu, babag; Tagalog: pagong; Tajik: сангпушт; Tamil: ஓடன், ஆமை; Tarantino: celóne; Telugu: తాబేలు; Thai: เต่า; Tibetan: རུས་སྦལ; Tocharian B: kaccāp; Tswana: khudu; Turkish: kaplumbağa, tosbağa; Turkmen: pyşbaga; Ukrainian: черепаха; Urdu: کچھوا; Uyghur: تاشپاقا; Cyrillic: ташпақа; Uzbek: toshbaqa; Vietnamese: rùa; Volapük: tortug; Welsh: crwban; West Coast Bajau: kekuro; West Frisian: skyldpod; Yiddish: שילדקרויט, טשערעפּאַכע; Zazaki: kesa