Ἁλικαρνασσόθεν
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
French (Bailly abrégé)
adv.
d’Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός, -θεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): Ἁλικαρνασόθεν Luc.Dom.20
adv. desde Halicarnaso Luc.Dom.20, St.Byz.s.u. Ἁλικαρνασσός.
Greek Monotonic
Ἁλικαρνασσόθεν: επίρρ., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.
Middle Liddell
from Halicarnassus, Luc.