παραθηλάζω
From LSJ
Ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → Sleep is a terrible evil for humans → Magnum est malum somniculose vivere → Furchtbar setzt er Schlaf den Menschen zu
English (LSJ)
A nurse at the breast as well as another child, BGU1106.30 (i B. C.), etc.
Greek Monolingual
Α
θηλάζω νεογνό εκ παραλλήλου με το δικό μου, είμαι παραμάννα.