παραμυθητός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ή, όν, A consolable, Sch.Il.9.526.
Greek (Liddell-Scott)
παραμῡθητός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 516.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραμυθούμαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να παρηγορήσει, ο δεκτικός παρηγοριάς.