πλειστονίκης

Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.

Greek (Liddell-Scott)

πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και πλιστονίκης, ὁ, Α
αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -νίκης (< νίκη)].