πλειστονίκης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A victor in many contests, SIG 1073.3 (Olympia, ii A.D.), BSA26.167 (Sparta, ii A.D., πλιστ-), etc.
Greek (Liddell-Scott)
πλειστονίκης: [ῑ], -ου, ὁ ἀράμενος πλείστας νίκας, Συλλ. Ἐπιγρ. 1363. 17., 1364b, 9, 2813, 2935. κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και πλιστονίκης, ὁ, Α
αυτός που νίκησε σε πάρα πολλούς αγώνες ή σε πάρα πολλά αγωνίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -νίκης (< νίκη)].