πολυμισής

From LSJ
Revision as of 13:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμῑσής Medium diacritics: πολυμισής Low diacritics: πολυμισής Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΗΣ
Transliteration A: polymisḗs Transliteration B: polymisēs Transliteration C: polymisis Beta Code: polumish/s

English (LSJ)

ές, A much-hating, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμισής: -ές, ὁ μισῶν πολλὰ πράγματα, Ἡράκλεις, πολυμισῆ τινα μέτει τὴν τέχνην Λουκ. Ἁλιεὺς 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 323.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait odieux.
Étymologie: πολύς, μῖσος.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που μισεί πολλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μισής (< μίσος), πρβλ. παντο-μισής].

Greek Monotonic

πολῠμῑσής: -ές (μῖσος), αυτός που μισεί πολύ, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυμισής -ές [πολύς, μῖσος] vol haat.

Russian (Dvoretsky)

πολυμῑσής: крайне ненавистный (τέχνη Luc.).

Middle Liddell

πολῠ-μῑσής, ές μῖσος
much-hating, Luc.