προσεκλέγω

From LSJ
Revision as of 22:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκλέγω Medium diacritics: προσεκλέγω Low diacritics: προσεκλέγω Capitals: ΠΡΟΣΕΚΛΕΓΩ
Transliteration A: proseklégō Transliteration B: proseklegō Transliteration C: proseklego Beta Code: prosekle/gw

English (LSJ)

A pull out besides, καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] Teles p.60 H.; τόκους καὶ ἐπιτοκίας Ph.2.596:—Med., select besides, οὐραγούς Plb.6.24.2.

German (Pape)

[Seite 758] (s. λέγω), noch dazu auslesen oder auswählen, med. Etwas noch obendrein für sich auswählen, Pol. 6, 24, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκλέγω: ἐκβάλλω, ἐκριζῶ προσέτι, ὀδόντα Τέλης παρὰ Στοβ. 577. 22· ― Μέσ., ἐκλέγω προσέτι, οὐραγοὺς Πολύβ. 6. 24. 2.

Greek Monolingual

Α
1. αφαιρώ, αποσπώ κάτι ακόμη (α. «καὶ τοὺς ἄλλους [ὀδόντας] προσεκλέγειν», Γέλ.
β. «τόκους καὶ ἐπιτοκίας προσεκλέγειν», Φίλ.)
2. μέσ. προσεκλέγομαι
επιλέγω κάτι για τον εαυτό μου επιπροσθέτως («προσεκλέγονται δ' οὗτοι πάλιν αὐτοὶ τοὺς ἴσους οὐραγούς», Πολ.).