σκληρόψυχος

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόψῡχος Medium diacritics: σκληρόψυχος Low diacritics: σκληρόψυχος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΨΥΧΟΣ
Transliteration A: sklērópsychos Transliteration B: sklēropsychos Transliteration C: skliropsychos Beta Code: sklhro/yuxos

English (LSJ)

ον, A hard-hearted, Sch.rec.A.Pr.242.

German (Pape)

[Seite 901] harthetzig, Schol. Aesch. Prom. 242.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόψῡχος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὰν ψυχήν, σκληροκάρδιος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 242.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόψυχος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει σκληρή ψυχή σκληρόκαρδος, ανηλεής
νεοελλ.
χαρακτηρισμός καταστάσεων δηλωτικών της σκληρότητας της ψυχής («σκληρόψυχο φέρσιμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό-ψυχος].