σκώπευμα

From LSJ
Revision as of 12:15, 14 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώπευμα Medium diacritics: σκώπευμα Low diacritics: σκώπευμα Capitals: ΣΚΩΠΕΥΜΑ
Transliteration A: skṓpeuma Transliteration B: skōpeuma Transliteration C: skopevma Beta Code: skw/peuma

English (LSJ)

ατος, τό,= A σκώψ (a dance in which the dancers mimicked an owl) 2, A.Fr.79.

German (Pape)

[Seite 909] τό, das in die Ferne Sehen, Lob. zu Phryn. p. 613. – Eine Art Tanz, Aesch. frg. 25. S. σκώψ.

Greek (Liddell-Scott)

σκώπευμα: τό, = σκώψ (2)· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 613. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σχῆμα τῆς χειρὸς πρὸς τὸ μέτωπον τιθεμένης, ὥσπερ ἀποσκοπούντων».

Greek Monolingual

τὸ, Α
χορός κατά τον οποίο γινόταν μίμηση της γλαύκας, αλλ. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώψ, σκωπός, μέσω αμάρτυρου ρ. σκωπεύω].

Russian (Dvoretsky)

σκώπευμα: ατος τό σκώψ совиный танец (род пляски) Aesch.