στοιά
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: στοιά | Medium diacritics: στοιά | Low diacritics: στοιά | Capitals: ΣΤΟΙΑ |
Transliteration A: stoiá | Transliteration B: stoia | Transliteration C: stoia | Beta Code: stoia/ |
A v. στοά.
[Seite 945] ἡ, = στοά; Ar. Eccl. 676. 686; Eur. Heracl. 431.
στοιά: ἡ, ἴδε στοά.
ἡ, Α
βλ. στοά.
στοιά: ἡ Arph. = στοά.
στοιά en στοιή zie στοά.