συμπεφορημένος

From LSJ
Revision as of 10:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεφορημένος Medium diacritics: συμπεφορημένος Low diacritics: συμπεφορημένος Capitals: ΣΥΜΠΕΦΟΡΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: sympephorēménos Transliteration B: sympephorēmenos Transliteration C: sympeforimenos Beta Code: sumpeforhme/nos

English (LSJ)

A closely pressed together, Gloss. Adv. -ως eclectically, σ. γέγραφε Thphr.Fr.41.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
αυτός που είναι σφιχτά πιεσμένος μαζί με άλλους.
επίρρ...
συμπεφορημένως Α
1. εκλεκτικά («συμπεφορημένως γέγραφε», Θεόφρ.)
2. στρυμωχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεφορημένος του συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω»].