συνεπιπάσχω

From LSJ
Revision as of 08:10, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιπάσχω Medium diacritics: συνεπιπάσχω Low diacritics: συνεπιπάσχω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΠΑΣΧΩ
Transliteration A: synepipáschō Transliteration B: synepipaschō Transliteration C: synepipascho Beta Code: sunepipa/sxw

English (LSJ)

A feel emotion together, μετὰ πάθους τινός ib.1037b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιπάσχω: ὁμοῦ πάσχω, ὁμοῦ αἰσθάνομαι συγκίνησιν, ὥσπερ ἐν δίκῃ μ. τὰ πάθους τινὸς συνεπιπάσχων Πλούτ. 2. 1037Α.

French (Bailly abrégé)

s'associer à la douleur ou aux sentiments de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπιπάσχω.

Greek Monolingual

Α
αισθάνομαι επίσης συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπὶ + πάσχω.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιπάσχω: вместе страдать: μετὰ πάθους τινὸς σ. Plut. разделять чье-л. страдание.